Ενώ οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες καταρρίπτουν το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο στις αρχές του 2024, παρατηρείται το εξής φαινόμενο στην παγκόσμια αγορά: Μειώνεται η προσφορά των υπό διαπραγμάτευση μετοχών.
Η παγκόσμια προσφορά σε μετοχές συρρικνώνεται με τον ταχύτερο ρυθμό σε διάρκεια τουλάχιστον 25 ετών, καθώς η γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα εξακολουθεί να "φρενάρει" τις νέες δημόσιες εγγραφές, την ώρα που ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις επαναγοράζουν μεγάλο όγκο ιδίων μετοχών. Αυτή η μειούμενη προσφορά σε μετοχές και οι επαναγορές ιδίων μετοχών είναι ο "κρυφός" λόγος που εν μέρει τροφοδοτεί την εκρηκτική άνοδο των χρηματιστηρίων, μαζί με τις προσδοκίες για επιτοκιακές μειώσεις και τον ενθουσιασμό για την τεχνητή νοημοσύνη.
Το μεγάλο πρόβλημα των επιχειρήσεων
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν αναλυτές της JPMorgan, τους οποίες επικαλούνται οι FT, το μεγάλο πρόβλημα σε επίπεδο ανώτατων στελεχών επιχειρήσεων είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Τη στιγμή που θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο, καθότι όταν αυξάνονται οι μετοχές και οι οικονομίες είναι ανθεκτικές, θεωρητικά οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να αντλούν κεφάλαια από την πώληση νέων μετοχών σε υψηλές τιμές αντί να δαπανούν μετρητά για να τις επαναγοράζουν. Ωστόσο, τα στοιχεία της JPMorgan δείχνουν ότι παγκοσμίως η προσφορά σε μετοχές έχει συρρικνωθεί κατά 120 δισ. δολάρια μέχρι στιγμής φέτος, συγκριτικά με τα 40 δισ. δολάρια που αφαιρέθηκαν πέρυσι.
Είναι η τρίτη διαδοχική χρονιά συρρίκνωσης - ένα φαινόμενο που δεν έχει επαναληφθεί από το 1999 όταν άρχισαν να παρακολουθούνται τα εν λόγω στοιχεία. Οι επαναγορές φέτος, εάν συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό μέχρι το τέλος της χρονιάς, προβλέπεται να φθάσουν την αξία των 1,2 τρισ. δολαρίων. Από την άλλη, οι αρχικές δημόσιες εγγραφές και οι δημόσιες εγγραφές έχουν υποχωρήσει περισσότερο των προβλέψεων. "Η τάση αυτή καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για τη γεωπολιτική κατάσταση αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας μεταξύ των επιχειρήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι δημόσιες εγγραφές αναμενόταν να αυξηθούν φέτος καθώς οι επενδυτές τρέφουν την αισιοδοξία ότι οι ΗΠΑ θα αποφύγουν τελικά την ύφεση. Όμως, οι ανησυχίες ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αυξηθεί ανά πάσα στιγμή, σημαίνουν ότι αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί", αναφέρει ο Νικόλαος Πανηγυρτζόγλου, αναλυτής της JPMorgan.
Το Νοέμβριο, η επενδυτική τράπεζα είχε προβλέψει ότι η προσφορά σε μετοχές θα αυξανόταν κατά 360 δισ. δολάρια το 2024, καθώς κάνουν ουρά οι νέες επιχειρήσεις που σχεδιάζουν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο. Ο διεθνής χρηματιστηριακός δείκτης MSCI ενισχύθηκε 6,4% στο πρώτο τρίμηνο, ενώ αμερικανικός S&P 500 κατά 7,9%. Και ενώ η επιτυχημένη IPO της γνωστής εταιρείας social media, Reddit, δημιούργησε προσδοκίες ότι θα ακολουθούσαν και άλλες εταιρείες, οι τραπεζίτες εμφανίζονται τώρα επιφυλακτικοί ότι πολλές επιχειρήσεις παραμένουν άκρως ανήσυχες για την πορεία των επιτοκίων και αναμένουν μεταβλητότητα γύρω στις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, γι΄αυτό και προτιμούν να περιμένουν έως το 2025 για να κάνουν κίνηση, αναβάλλοντας συνεχώς τα σχέδιά τους.
Στροφή σε ιδιωτικό κεφάλαιο
Από το 2000, ο αριθμός των εισηγμένων εταιρειών στις ΗΠΑ έχει μειωθεί περισσότερο από περίπου 7.000 σε λιγότερες από 4.000, σύμφωνα με την εταιρεία δεικτών Wilshire. Αντίστοιχη είναι η τάση που παρατηρείται σε Ευρώπη και Βρετανία. Οι μικρότερες επιχειρήσεις ευελπιστούν να αντλήσουν νέα κεφάλαια, όμως προβληματίζονται για τα οικονομικά και ρυθμιστικά εμπόδια που συνοδεύουν την είσοδο στο χρηματιστήριο και γι΄αυτό στρέφονται είτε σε ιδιωτικά κεφάλαια είτε σε επιχειρηματικό κεφάλαιο (venture capital). "Πολλές από τις εταιρείες επιλέγουν να μην εισαχθούν στο χρηματιστήριο λόγω της μεγάλης αύξησης του ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου", αναφέρει ο Ντέιβιντ ΜακΓκραθ, στρατηγικός αναλυτής της Oakworth Capital Bank στην Αλαμπάμα. "Εάν άλλωστε κάποιος θέλει να ενισχύσει τα κέρδη ανά μετοχή, είναι ευκολότερο να κάνει επαναγορά ιδίων μετοχών", συμπληρώνει.
Παρότι τα σημερινά υψηλά επιτόκια καθιστούν το χρέος πιο ακριβό, δηλ. την έκδοση νέου χρέους, ελάχιστοι περιμένουν περισσότερες εκδόσεις μετοχών. Ακόμη και με το χρέος πιο ακριβό σήμερα, εξακολουθεί να είναι φθηνότερο σε σχέση με τη δεκαετία του 1990, όταν είχαμε πολύ μεγάλη συρρίκνωση σε νέες μετοχές", αναφέρει ο Ρόμπερτ Μπούκλαντ, πρώην στρατηγικός αναλυτής της Citigroup. "Oι αγορές ιδιωτικού κεφαλαίου δεν πρόκειται να εξαφανιστούν εν μία νυκτί", σημειώνει.
Τα υπέρ και τα κατά των επαναγορών
Τα υψηλότερα του αναμενομένου κέρδη έχουν ωθήσει τις επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε επαναγορές ιδίων μετοχών με εντυπωσιακό ρυθμό φέτος και αυτή η διαδικασία προσφέρει αξία στις μετοχές. Οι εισηγμένες στο δείκτη S&P 500 επιχειρήσεις αναμένεται να επαναγοράσουν φέτος ιδίες μετοχές αξίας 885 δισ.δολαρίων, νούμερο αυξημένο κατά 10% σε σχέση με το 2023, παρότι είναι 4% χαμηλότερο από το επίπεδο ρεκόρ του 2022, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας δεικτών S&P Dow Jones.
Aναφέρεται χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Meta, του μητρικού ομίλου του Facebook, που ανακοίνωσε επαναγορές αξίας 50 δισ. δολαρίων, από τις μεγαλύτερες στην αμερικανική ιστορία, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών Birinyi Associates. "Παρά το γεγονός ότι οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες έχουν καταρρίψει αλλεπάλληλα ιστορικά υψηλά, οι μετοχές πολλών εταιρειών εξακολουθούν να υποαποδίδουν και ως εκ τούτου επαναγοράζουν τις μετοχές τους και αυτό είναι μία ένδειξη ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες βλέπουν καλή αξία στις μετοχές τους", αναφέρει ο διευθυντής έρευνας της Birinyi.
Οι ανακοινώσεις για επαναγορές αυξάνονται και στην Ευρώπη, ειδικά στον κλάδο χρηματοοικονομικών και ενέργειας, που επέστρεψε πέρυσι τεράστια ποσά στους μετόχους.
Ωστόσο, ενώ οι επαναγορές ιδίων μετοχών μαζί με τις καταβολές μερισμάτων στηρίζουν τις μετοχές, μπορεί να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Και αυτό, γιατί κέρδη που θα μπορούσαν να δαπανηθούν για την έρευνα, την ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αύξηση των μισθών των εργαζομένων, δίδονται για τον πλουτισμό των μετόχων και των επενδυτών. Η τεράστια ώθηση που δίδουν οι πρακτικές αυτές στις μετοχές έχει κάνει κάποιους επικριτές να υποστηρίζουν ότι η Wall Street στο σύνολό της έχει αποσυνδεθεί από την πραγματική οικονομία, κάτι που παρατηρείται όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Υπό αυτές τις συνθήκες, εάν ξαφνικά σταματήσουν οι επαναγορές, θα μπορούσε να αντιστραφούν το κλίμα αισιοδοξίας και οι πηγές ρευστότητας πίσω από την άνοδο των μετοχών.