Αυτές τις ημέρες ολοκληρώνεται η πρώτη δια ζώσης αξιολόγηση της χώρας στο νέο καθεστώς της «κανονικής» εποπτείας από την Ε.Ε.. Δηλαδή μίας εποπτείας ανάλογης με αυτή που υπόκεινται όλα τα άλλα κράτη που πέρασαν από μνημόνια.
Ευτυχώς, πια η έλευση των «θεσμών» δεν προκαλεί «αίσθηση». Δεν υπάρχει ούτε αγωνία, ούτε φόβος για νέα μέτρα «προσαρμογής». Άλλωστε η χώρα βγήκε πανηγυρικά από την Ενισχυμένη Εποπτεία τον προηγούμενο Αύγουστο, κάνοντας μάλιστα και πιο πολλές κινήσεις από όσες της είχε ζητηθεί σε πεδία όπως για παράδειγμα η ψηφιοποίηση στην οποία το άλμα των τελευταίων ετών είναι τεράστιο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να γίνουν πράγματα. Δεσμεύσεις υπάρχουν και μάλιστα πολλές, ειδικά σε αυτήν την πρώτη νέου τύπου αξιολόγηση κατά την οποία το «παρελθόν»… συνδέεται με την επόμενη ημέρα.
Ποια είναι η σύνδεση; Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς ιδιώτες, οι δημόσιες προμήθειες, διάφορες κινήσεις στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, η κωδικοποίηση των νόμων αλλά και σειρά από δεσμεύσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι κάποια από τα 22 συνολικά προαπαιτούμενα που μεταπήδησαν το 2018 από τα τρία μνημόνια στην Ενισχυμένη Εποπτεία και τώρα (που η Ελλάδα βγήκε από το εν λόγω καθεστώς), συνδέονται με το τελευταίο πακέτο δόσεων του Δεκεμβρίου. Είναι δηλαδή οι λίγες «ουρές» που έμειναν μεταξύ των εκατοντάδων μνημονιακών υποχρεώσεων που έγιναν. Είναι δεσμεύσεις που λόγω υψηλής δυσκολίας ή πολυπλοκότητας χρειάστηκε παραπάνω χρόνος για να γίνουν. Για παράδειγμα, η πανδημία και τώρα η ενεργειακή κρίση αύξησαν ξανά ληξιπρόθεσμες οφειλές διαφόρων φορέων του δημοσίου.
Γιατί τα θυμίζουμε όλα αυτά. Γιατί στην Ελλάδα, έχουμε γνωρίσει πάρα πολύ καλά τι σημαίνει μνημόνια, τι σημαίνει επώδυνα μέτρα λιτότητας, περιστολή δαπανών και αύξηση φόρων (σ.σ. η οποία, να μη γελιόμαστε, ακόμα μας ταλαιπωρεί γιατί τα 50 δισ. ευρώ μέτρων στήριξης που διατέθηκαν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για τις δύο τελευταίες κρίσεις, εμπόδισαν την πλήρη απαλλαγή από τα βαρίδια του παρελθόντος).
Το μήνυμα λοιπόν πρέπει να είναι πως οι μεταρρυθμίσεις που δεν είναι επώδυνες πρέπει να επιταχυνθούν, για να κάνουν την Ελλάδα ένα πραγματικά «δυτικό» κράτος σε όρους λειτουργίας των οικονομικών δομών. Για να βοηθήσουν στην ανταγωνιστικότητα και στην επιχειρηματικότητα στις εξαγωγές και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Δεν υπάρχει άλλος τόσο αποτελεσματικός τρόπος θωράκισης της οικονομίας από την από τη νέα κρίση που κλιμακώνεται όσο η επιλογή των μεταρρυθμίσεων. Είναι το «εισιτήριο» για να επιστρέψει η χώρα σε επενδυτική βαθμίδα, για να μπορεί η κυβέρνηση να διεκδικεί «χώρο» για μέτρα στήριξης, αλλά και να μπορεί να ανακτά την ιδιοκτησία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Με αφορμή λοιπόν αυτήν την αξιολόγηση αλλά και τις άλλες που θα ακολουθήσουν όλο το επόμενο διάστημα, είναι κρίσιμο να υπάρχει μνήμη και να είναι σαφές πως η χώρα κρίνεται διαρκώς. Και είναι εξ ίσου κρίσιμο να συνεχίσει – όπως το πράττει όλα τα τελευταία χρόνια – να περνά με επιτυχία τις εξετάσεις της. Το λέμε γιατί το 2023 είναι ένα έτος και εκλογικό και οικονομικά δύσκολο λόγω της παγκόσμιας κρίσης.