Ο κατώτατος αυξήθηκε για μία ακόμη φορά και μάλιστα πιο πολύ από ότι είχε εξαγγελθεί αρχικά. Το σχέδιο κάλυψης των – πολύ μεγάλων – οικιστικών αναγκών των νέων άρχισε να ξεδιπλώνεται. Οι ρυθμίσεις οφειλών προς την εφορία, προς τα ταμεία και προς τους ΟΤΑ ξεκινούν και αυτές, ενώ ενισχύεται το σχήμα των ευάλωτων δανειοληπτών και επιχειρείται να επιταχυνθεί επιπλέον ο εξωδικαστικός.
Η περιγραφή αφορά σε κάποια από τα μέτρα στήριξης που ενεργοποιούνται ή που τρέχουν αυτές τις ημέρες. Eπιχειρούν να καλύψουν – εν μέρει – τις απώλειες που προκαλούν τα μέτωπα που μαίνονται στο οικονομικό πεδίο.
Αυτό είναι άλλωστε και το πρόβλημα: τα μέτωπα είναι πολλά, σε μεγάλο βαθμό «εξωγενή», αλλά και «συγκοινωνούντα» μεταξύ τους. Και έτσι η διαχείριση γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, αλλά και η εύρεση λύσεων κρίσιμη. Με τη σκυτάλη σιγά σιγά να παραδίδεται στην κυβέρνηση που θα προκύψει από την κάλπη.
Να δούμε λίγο κάποια από τα μέτωπα. Η επιμονή του δομικού πληθωρισμού σε όλη την Ευρωζώνη, και στην Ελλάδα, διαψεύδει κάθε προσδοκία για ορατή (χρονικά) ολοκλήρωση όχι μόνο της ανόδου της ακρίβειας στην αγορά, αλλά και του κύκλου αύξησης του κόστους δανεισμού που έχει (με τη σειρά του) προφανείς επιπτώσεις σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις, κράτος, χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η εν λόγω πίεση προκαλεί από μόνη της ανάγκες για κρατικές παρεμβάσεις στήριξης. Μόνο που υπάρχουν κι άλλες παράμετροι οι οποίες κάνουν πιο περίπλοκο πλέον το χειρισμό της κατάστασης. Η ακρίβεια «απαιτεί» απόσυρση της στήριξης για να μειωθεί η ζήτηση, η κατανάλωση και να αποκλιμακωθεί η άνοδος στις τιμές.
Απόσυρση της στήριξης απαιτεί και ο στόχος επιστροφής σε ισχυρά πλεονάσματα που προκύπτει από τις «ντιρεκτίβες» στην ΕΕ (ειδικά για κράτη με υψηλό χρέος) και μάλιστα χωρίς να είναι δεδομένο το αν θα υπάρξουν κάποια «παράθυρα» λόγου χάριν για παροχή ρευστότητας στην αγορά μέσα από αμιγώς κρατικές επενδυτικές δαπάνες. Δεν είναι δεδομένο τι κανόνες θα ισχύουν όσο πλησιάζουμε στο 2024 και…. μετά όσο δεν υπάρχει απόφαση για τους νέους Δημοσιονομικούς Κανόνες. Και ανάλογα με το που θα «κλειδώσει» ο συμβιβασμός για τους δημοσιονομικούς κανόνες, αλλά και με το τι θα συμβεί με την ενεργειακή κρίση το 2ο εξάμηνο του 2023 θα διαμορφωθεί και το τελικό «μείγμα» στήριξης της οικονομίας.
Υπάρχουν και άλλα μέτωπα. Θα πρέπει να κλείσουν οι πληγές (που ξαναμάτωσαν με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη) στο πεδίο των διαχρονικών ελλείψεων του δημοσίου που δεν έχουν καλυφθεί και πλήττουν όχι μόνο την ποιότητα ζωής, αλλά και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας προς τα «έξω».
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας με τη σειρά του φαίνεται στο (ελλειμματικό) εξωτερικό ισοζύγιο Μόνο που τώρα το εξωτερικό ισοζύγιο βάλλεται και από την ακρίβεια. Και τούτο γιατί το ενεργειακό κόστος φουσκώνει τις εισαγωγές, αλλά και διότι παραμένουμε μία οικονομία η οποία πολύ περισσότερο εισάγει παρά παράγει. Όσο λοιπόν θα αποσύρεται η κρατική στήριξη, τόσο θα πρέπει η οικονομία να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, βοηθούμενη (και) από ένα σύγχρονο κράτος.
Όλα αυτά λοιπόν τα μέτωπα της ακρίβειας, του υψηλού κόστους δανεισμού, της (υποχρεωτικά) σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, της ανάγκης για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά και για αντιμετώπιση του νέου μετώπου του εξωτερικού ισοζυγίου συνιστούν ένα πολύ απαιτητικό εγχείρημα. Έχουν σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τους και η διαχείριση τους το επόμενο διάστημα συνιστά σαφέστατα μία πολύ απαιτητική αλλά και κρίσιμη πρόκληση.