Είναι καλό να υπάρχει ομπρέλα όταν έρχεται η καταιγίδα. Γιατί το πρόβλημα του υψηλού κόστους δανεισμού δεν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του, όπως φαίνεται από τις τελευταίες τοποθετήσεις των εκπροσώπων της ΕΚΤ. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν η άνοδος των επιτοκίων ολοκληρωθεί, τούτο δεν θα σημάνει και πως θα είναι δεδομένη η αποκλιμάκωση. Αυτή θα αργήσει (λιγότερο ή περισσότερο) αναμένοντας την επιβράδυνση του πληθωρισμού σε επίπεδα «σταθερότητας» κάτι που - με τα μέχρι στιγμής δεδομένα - αναμένεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2024 και μετά και σταδιακά.
Το υψηλό κόστος δανεισμού λοιπόν είναι «μπροστά», έχει συνέχεια αλλά και έχει αντίκτυπο σε πολλές κατευθύνσεις. Δεν αφορά μόνο σε όσους χρωστούν για την (ακριβή πλέον) πρώτη κατοικία τους αλλά και στις ίδιες τις τράπεζες που κάθε άλλο παρά θέλουν να ξανακοκκινίσουν τα δάνεια που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Αλλά και το κράτος ποντάρει, μεταξύ άλλων, και στην σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος για να στηρίξει την καλή εικόνα που διαμορφώνεται προς τα έξω για την οικονομία. Ποντάρει δηλαδή στη δραστική απομείωση των κόκκινων δανείων που κατέστη δυνατή με πολύ κόπο τα προηγούμενα χρόνια.
Η κίνηση λοιπόν για πάγωμα του επιτοκίου euribor στη βάση του οποίου διαμορφώνονται τα κυμαινόμενα επιτόκια στη στεγαστική πίστη, μία κίνηση που αποκάλυψε με ρεπορτάζ του το Insider.gr είναι προφανέστατα προς την σωστή κατεύθυνση. Ενισχύει άλλωστε και την εικόνα του ίδιου του τραπεζικού συστήματος προς την κοινωνία καθώς δείχνει έμπρακτα πως αντιλαμβάνεται τη δύσκολη συγκυρία.
Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα σχήματα στήριξης που προωθούνται από το ΥΠΟΙΚ, όπως είναι η διεύρυνση του σχήματος κάλυψης των ευάλωτων δανειοληπτών, αλλά και ο εξωδικαστικός που ανεβάζει ρυθμούς.
Βεβαίως, τα προβλήματα δεν λύθηκαν. Κάθε άλλο. Πρέπει να γίνουν κι άλλες κινήσεις όχι μόνο για την προστασία των δανειοληπτών αλλά και γενικότερα για την στήριξη των συναλλαγών και για να διασφαλιστεί η ρευστότητα στην αγορά και η ευμάρεια του χρηματοπιστωτικού συατήματος.
Οι συστάσεις που απεύθυνε ο Κεντρικός Τραπεζίτης στην Έκθεσή του για το 2022 είναι ξεκάθαρες. Η δυναμική παρέμβαση των νομισματικών αρχών παγκοσμίως ήταν αναγκαία, αναφέρει, αλλά «το μέγεθος της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών ήταν τέτοιο ώστε το προηγούμενο έτος παρατηρήθηκε η πιο απότομη μεταστροφή της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής που έχει καταγραφεί μεταπολεμικά, με αβέβαιες ακόμη επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα». Στην Ελλάδα, επισημαίνει, το κόστος τραπεζικού δανεισμού αυξήθηκε το 2022 για όλα τα είδη πιστώσεων, όταν «από την άλλη πλευρά, τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν το 2022 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, λόγω της μικρότερης και με χρονική υστέρηση ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων αγοράς στα καταθετικά προϊόντα».
Τι προβλέπει για φέτος η ΤτΕ; Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023, εκτιμά και συμπληρώνει πως «η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό». Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης. Γι αυτί και συστήνει «εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, «όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών».
Άρα, η... ομπρέλα είναι, για πολλούς λόγους, απολύτως αναγκαία τους δύσκολους επόμενους μήνες….