Αυτές τις μέρες τα φώτα στρέφονται σε ένα από τα μεγάλα μέτωπα της πραγματικής οικονομίας, στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας. Εκπρόσωποι του χρηματοπιστωτικού κλάδου είναι αισιόδοξοι.
Ο κεντρικός Τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε τη μεγάλη άνοδο των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια: φτάνουν σήμερα στο 40% περίπου του ΑΕΠ όπως είπε αν συνυπολογιστούν αγαθά και υπηρεσίες. Σύστησε επίσης στην επόμενη κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι θα συνεχιστεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, παραδεχόμενος ότι ακόμα και μετά τη μείωση των τιμών εισαγωγών καυσίμων θα παραμείνει ένα αρκετά μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η Εθνική Τράπεζα εκτίμησε σε ειδική έκδοση για το θέμα ότι από φέτος θα υπάρχει σημαντική αποκλιμάκωση (όχι μηδενισμός) στο 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την διετία 2024 – 2026, καθώς θα αναστραφούν παράγοντες που εκτόξευσαν το πρόβλημα. Δηλαδή οι τιμές των καυσίμων, η αύξηση της ζήτησης λόγω της αναβαλλόμενης κατανάλωσης που προκάλεσε η Πανδημία και (προφανώς) οι γενικότερες αναμνήσεις.
Βεβαίως, έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο 4% του ΑΕΠ δεν είναι και ιδιαίτερα καλά νέα. Αφήστε που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως το έλλειμμα θα περιοριστεί στο 6% του ΑΕΠ του 2024, ενώ το αναμένει στο 8% του ΑΕΠ, δηλαδή αναμένει μία επίδοση η οποία είναι η χειρότερη ανάμεσα στις «ανεπτυγμένες» οικονομικά χώρες που εξετάζει.
Το πρόβλημα είναι γνωστό και σύνθετο. Είναι επίσης δεδομένο - με βάση και τους πιο αισιόδοξους - ότι ακόμα και αν περιοριστεί δραστικά δεν θα μηδενιστεί. Η Ελλάδα θα παραμείνει μία ελλειμματική χώρα στο εξωτερικό ισοζυγίων τα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα τράβηξε πάρα πολλά λόγω των διδύμων ελλειμμάτων και όσων ακολούθησαν. Ναι, πλέον σε δημοσιονομικό επίπεδο επιστρέφει σε πλεονάσματα και μάλιστα ταχύτερα από ότι αναμενόταν.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η ανισορροπία ανάμεσα στο δημοσιονομικό πλεόνασμα και στο εξωτερικό έλλειμμα συνιστά επίσης ένα καμπανάκι, ένα στοιχείο κινδύνου το οποίο προφανώς θα κληθεί να διαχειριστεί η κυβέρνηση που θα προκύψει από την κάλπη. Θα πρέπει να το διαχειρισθεί με πολιτικές οι οποίες θα πρέπει να οδηγήσουν στην εξάλειψη των αδυναμιών που εμποδίζουν αυτή τη στιγμή την περαιτέρω άνοδο των εξαγωγών και την ενίσχυση της ροής ξένων καθαρά επενδυτικών κεφαλαίων. Και επειδή θα είναι τα τελευταία βήματα που πρέπει να γίνουν σε αυτά τα πεδία, θα είναι και τα πιο δύσκολα. Θα πρέπει να επεκταθούν σε δύσβατα σημεία της γραφειοκρατίας, του τρόπου που λειτουργεί το νομικό σύστημα και όχι μόνο για να οδηγήσουν, μαζί με την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, στη θωράκιση του εξωτερικού τομέα της χώρας.