Το πόρισμα για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών εκδόθηκε, είναι αλήθεια, με πολύ μεγάλη ταχύτητα σε σχέση με ότι έχουμε συνηθίσει στο παρελθόν. Και τούτο παρά την πολυπλοκότητα του ζητήματος «Ελληνικοί σιδηρόδρομοι» που, όπως αναδεικνύεται από το πόρισμα, διατρέχει το πιο μεγάλο μέρος της κρατικής «μηχανής» και όχι μόνο.
Με πολύ χαρακτηριστική τη διαπίστωση ότι ακόμα και αν όλα τα έργα εκσυγχρονισμού των σιδηροδρόμων είχαν γίνει θα είμασταν ως χώρα εκεί που τα άλλα κράτη της Ευρώπης είχαν φτάσει από τη δεκαετία του ’70, το πόρισμα δεν συνιστά μόνο ένα εργαλείο που θα οδηγήσει στην απόδοση ευθυνών και στη δρομολόγηση εκτενών και άμεσων παρεμβάσεων θωράκισης των σιδηροδρομικών μεταφορών. Μεταφέρει και ευρύτερα μηνύματα για τα – πολλά – πράγματα που απομένει να γίνουν για τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Οι διαπιστώσεις για την κακή χρήση των (υπέρογκων) πόρων που ήταν διαθέσιμοι όλες τις προηγούμενες δεκαετίες για επενδύσεις στην Ελλάδα, έως την επιλογή και την εκπαίδευση προσωπικού, τις επαρκείς δικλείδες ασφαλείας αλλά και το ρόλο που διαδραμάτισε τα χρόνια των μνημονίων η ασφυκτική «έξωθεν» πίεση για δραστική περιστολή δαπανών και για μείωση του «κράτους» δεν αφορούν στην πράξη μόνο την υπόθεση «σιδηρόδρομοι». Θυμίζουν και άλλα μέτωπα που – ευτυχώς – δεν ήρθαν με τόσο τραγικό τρόπο στην επικαιρότητα, αλλά δεν έχουν λυθεί. Τουλάχιστο όχι πλήρως και όχι οριστικά.
Είναι χρήσιμο λοιπόν αυτό το πόρισμα να μην γίνει μία ακόμη αφορμή για αντιπαράθεση, αλλά να αξιοποιηθούν τα «μηνύματά» του και προς άλλες κατευθύνσεις. Ειδικά τώρα που οριστικοποιούνται και τα προεκλογικά προγράμματα. Για να καταφέρει κάποτε η Ελλάδα να αποτινάξει οριστικά βαρίδια που - παρά τα όσα έχουν γίνει ειδικά τα τελευταία χρόνια - ακόμη υπάρχουν και εμποδίζουν την πρόοδο και την ευημερία.