Βγήκαν από τις Βρυξέλλες οι προτάσεις για τους νέους δημοκρατικούς κανόνες που θα διέπουν το Σύμφωνο Σταθερότητας. Δεν πρόκειται για κάποια απόφαση σε πολιτικό επίπεδο, ενδεχομένως τούτο να είναι ακόμα κάτι… μακρινό. Ωστόσο, τα νομικά κείμενα είναι μία ακόμα κίνηση από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής που επιθυμεί να μεταφέρει και το μήνυμα ότι κάτι κινείται. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και μετά από πολλούς διαξιφισμούς μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου.
Το θετικό της πρότασης είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει παρεκκλίνει σημαντικά από τις θέσεις που ανακοίνωσε το 2022. Δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό το περίφημο “non paper” των χωρών του Bορρά δεν ενσωματώθηκε, τουλάχιστον όχι εμφανώς στην… πρώτη ανάγνωση. Από την άλλη πλευρά συνεχίζουν να «λείπουν» βασικά αιτήματα της Αθήνας και άλλων κρατών όπως το δικαίωμα να εξαιρεθούν από τους στόχους για τα πλεονάσματα του μέλλοντος συγκεκριμένες επενδύσεις ή αμυντικές δαπάνες. Υπάρχει επίσης και ένα πλέγμα ισχυρής παρακολούθησης, ανά χώρας στόχων, αλλά και ανάγκης ισχυρότερης προσαρμογής για τις χώρες υψηλού χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, το ξεκάθαρο «μήνυμα» είναι ότι oι δημοσιονομικοί στόχοι θα παρακολουθούνται στενά και στο μέλλον. Αυτό το μήνυμα μετέφερε και από την Αθήνα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοινώνοντας το προεκλογικό πρόγραμμα το οποίο περιέχει με σαφήνεια αυτά που είναι εφικτό να γίνουν και δεσμεύεται για περαιτέρω παρεμβάσεις, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Κάνει σαφές πως αν υπάρχουν περιθώρια τότε θα «μειώσουμε ακόμα φορολογικούς συντελεστές» και αν «η απόδοση του προϋπολογισμού μάς εκπλήξει ευχάριστα, μπορούμε να πάμε και πέρα από αυτές τις δεσμεύσεις» που ήδη παρουσίασε. Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι διαφορετικό, κάτι πιο «εύρωστο» σε μία περίοδο πού η Ελλάδα είναι μία ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα, από την επιστροφή στην πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που γίνεται ξεκάθαρο είναι πόσο σημαντική είναι η υπεραπόδοση της εισπραξιμότητας των φόρων που κατέστη εφικτή και το (πλεονασματικό) 2022 και το πρώτο τρίμηνο του 2023. Δίνει ελπίδες για μεγαλύτερα περιθώρια μείωσης των φορολογικών και των ασφαλιστικών βαρών, αλλά και για εισοδηματική σύγκλιση.
Η δημοσιονομική προσαρμογή λοιπόν είναι το εισιτήριο για όλα αυτά. Αλλά, για να διασφαλισθεί «υγιώς» και με περιθώριο άσκησης πολιτικής πρέπει τα ταμεία να «γεμίζουν». Και τούτο απαιτεί μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν στη λειτουργία του Κράτους και του ανταγωνισμού (άρα και στη τιθάσευση των πληθωριστικών πιέσεων), ταυτόχρονα με ακόμη μεγαλύτερη αναπτυξιακή και επενδυτική ορμή.