Η Γερμανία, με την ανεργία τον Μάρτιο στο 2,9%, ψάχνει εκατομμύρια επιπλέον εργαζόμενους. Ανάλογο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Στρέφονται όχι μόνο στην εγχώρια αγορά και σε προγράμματα που θα στηρίξουν την επιστροφή «μη ενεργών» πολιτών στην αγορά εργασίας, αλλά και σε σχέδια προσέλκυσης ξένων εργαζομένων. Μιλάμε για κράτη με πολύ καλύτερους μισθούς από αυτούς που προσφέρονται στην Ελλάδα σήμερα (παρά τις διαδοχικές αυξήσεις στον κατώτατο και από τις άλλες παρεμβάσεις στήριξης των αμοιβών που έγιναν το τελευταίο διάστημα από την κυβέρνηση).
Το ίδιο πρόβλημα, αυτό της έλλειψης εργατικού δυναμικού, αντιμετωπίζει και η ελληνική οικονομία. Είναι ένα από τα μεγάλα αγκάθια, μαζί με την ακρίβεια και με το υψηλό κόστος δανεισμού. Και τούτο παρόλο που η Ελλάδα ακόμη παλεύει με την ανεργία η οποία ναι μεν μειώνεται και μάλιστα ταχύτερα από την αναμενόταν (και στο κομμάτι των νέων), αλλά παραμένει διψήφια. Τον Μάρτιο το ποσοστό ανεργίας ήταν 10,9% έναντι 6% στην ΕΕ.
Να θυμίσουμε επίσης ότι η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να βγει νικήτρια και σε μια άλλη μάχη που συνδέεται με την έλλειψη έμπειρου και ικανού εργατικού δυναμικού. Ο λόγος για την – μερική έστω - αναστροφή του brain drain που έλαβε χώρα τον καιρό των μνημονίων και της ενισχυμένης εποπτείας. Πλέον πρέπει να δοθεί αυτή η μάχη σε συνθήκες πολύ μεγάλου διεθνούς ανταγωνισμού. Δηλαδή σε συνθήκες πολύ υψηλής ζήτησης για απασχόληση στις χώρες στις οποίες βρήκαν εργασιακό «καταφύγιο» όσοι έφυγαν τα χρόνια των μνημονίων από τον τόπο μας.
Η λύση του προβλήματος - προφανώς - έχει στο επίκεντρό της αυτό που αναφέρει και ο Πρωθυπουργός: την καλά αμοιβόμενη εργασία, την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των απολαβών. Μόνο που το πρόβλημα - δυστυχώς - λόγω των στρεβλώσεων των προηγούμενων δεκαετιών είναι πιο σύνθετο. Συνδέεται και με τη μεγάλη δεξαμενή δυνητικού εργατικού δυναμικού που δηλώνουν «μη ενεργοί» είτε γιατί πρέπει να φυλάξουν ένα παιδί ή έναν ηλικιωμένο και δεν υπάρχει η αντίστοιχη πρόβλεψη (που τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται), είτε γιατί χρειάζονται επανακατάρτιση, είτε γιατί υπάρχει αδήλωτη εργασία. Υπάρχουν και πολλές άλλες αιτίες και - βεβαίως - υπάρχει και το δημογραφικό, το οποίο αν δεν λυθεί θα μεγεθύνει το πρόβλημα στο μέλλον, όχι μόνο στην αγορά εργασίας, αλλά και σε όλη την οικονομία.
Να δώσουμε και κάποια στατιστικά στοιχεία. Τον Μάρτιο είχαμε πολύ μεγάλη μείωση της ανεργίας: στο 10,9%, έναντι 12,7% τον Μάρτιο του 2022 ( και 18,9% τον Μάρτιο του 2019). Έχει ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι οι απασχολούμενοι μειώθηκαν κατά -0,1% (μείωση κατά 2.694 άτομα στα 4.166.819), ενώ οι άνεργοι μειώθηκαν πολύ περισσότερο, κατά 16,5% (κατά 100.395 άτομα στα 508.744). Πως έγινε αυτό; Γιατί δηλαδή ενώ αυξήθηκε οριακά η απασχόληση μειώθηκαν τόσο πολύ οι άνεργοι; Γιατί - μεταξύ άλλων – οι λεγόμενοι «μη ενεργοί», δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, αυξήθηκαν κατά 73.815 άτομα ή κατά 2,4% και έτσι δεν προσμετρήθηκαν στο εργατικό δυναμικό. Η στατιστική αυτή «εικόνα» δείχνει πως υπάρχει μία δεξαμενή που μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί, αλλά και να «ερευνηθεί».
Τι ίδιο ισχύει και για τους νέους ή για τις γυναίκες. Στην Ευρωζώνη η ανεργία των νέων είναι στο 14,3% και στην Ελλάδα μειώθηκε από το 28,9% το 2022 στο 24,2% τον Μάρτιο. Στις γυναίκες στην ΕΕ η ανεργία είναι στο 6,3% ενώ στην Ελλάδα από το 16,8% πέρυσι τον Μάρτιο υποχώρησε φέτος στο 14,5%.
Υπάρχει λοιπόν πολύ μεγάλη βελτίωση στο πεδίο της αγοράς εργασίας το τελευταίο διάστημα, αλλά υπάρχουν και πολλά που πρέπει ακόμα να γίνουν και – υπό τις παρούσες συνθήκες – μπορεί να κρύβουν και ευκαιρίες. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, αναμφίβολα, θα αποτελέσει ένα από τα πιο μεγάλα και τα πιο άμεσα και σύνθετα μέτωπα για την επόμενη κυβέρνηση. Θα πρέπει να το διαχειρισθεί με επιτυχία εν μέσω της κορύφωσης μίας – ήδη δύσκολης και κρίσιμης για τον ιδιωτικό τομέα - τουριστικής αλλά και αγροτικής σεζόν.