Προφανώς είναι παρά πολύ ευχάριστο νέο το γεγονός ότι ο ονομαστικός πληθωρισμός έχει αρχίσει να «φρενάρει», με άνοδο 3% τον Απρίλιο από 4,6% τον Μάρτιο. Εξίσου σημαντική είναι και η συνέχιση της μείωσης των τιμών στο φυσικό αέριο και στο ρεύμα, αλλά και η (επίσης εμφανής) επιβράδυνση της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής: ο δείκτης τροφίμων/ποτών αυξήθηκε και πάλι με διψήφιο ρυθμό αλλά κατά 11,4%, ποσοστό εμφανώς πιο βραδύ από το 14,3% του Μαρτίου.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι μια πηγή αισιοδοξίας, αν δεν υπήρχε και ένα άλλο στοιχείο. Θα περίμενε κανείς πως αφού στον κλάδο ενέργειας οι τιμές πέφτουν και στον κλάδο τροφίμων αυξάνονται πολύ πιο αργά, τότε ο δομικός πληθωρισμός, δηλαδή ο «πυρήνας» του δείκτη που «εξαιρεί» τις δύο παραπάνω κατηγορίες (ενέργεια, διατροφή), θα έδειχνε μία εμφανή βελτίωση.
Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει. Στην Ελλάδα τον Απρίλιο ο πυρήνας του πληθωρισμού έτρεχε με 6,1% σύμφωνα με τα ίδια επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Επιβραδύνθηκε μεν αλλά πολύ πιο λίγο από ότι συνέβη με τον γενικό δείκτη (είχε αυξηθεί κατά 6,7% τον Μάρτιο).
Ο εν λόγω δείκτης δείχνει πώς ο πληθωρισμός δεν είναι κάτι πρόσκαιρο. Έχει «δομικά» στοιχεία, έχει απλώσει ρίζες και, κακά τα ψέματα, θα είναι ένα μεγάλο μέτωπο για την κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί την κατάσταση στην οικονομία και στην κοινωνία μετά τις εκλογές.
Το πρόβλημα δεν είναι προφανώς μόνο ελληνικό. Παρεμφερείς τριγμοί υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη.
Μάλιστα, τίθεται επί τάπητος και στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της Δευτέρας (Eurogroup), δίνοντας έμφαση και σε μια άλλη παράμετρο: στα κέρδη των επιχειρήσεων τα οποία παρακολουθεί όλο και πιο στενά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γιατί έχει… λόγο. Γιατί τα στοιχεία δείχνουν ότι – σε πανευρωπαϊκό και πάλι επίπεδο - πολλές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν την ενεργειακή κρίση για να αυξήσουν τις τιμές πιο πολύ από ότι το απαιτούσαν τα αυξημένα κόστη που επωμίστηκαν. Δηλαδή, μετακύλισαν το κόστος τους περισσότερο από ότι «έπρεπε» στους καταναλωτές. Και αυτό, βεβαίως, έχει πολλές συνέπειες και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις μακροπρόθεσμα. Εχει επιπτώσεις γιατί όταν μειώνεται το εισόδημα του καταναλωτή τότε και η ζήτηση υποχωρεί αλλά και οι πιέσεις για μισθολογικές αυξήσεις εντείνονται. Να μην θίξουμε το θέμα εξαγωγές…
Το ζήτημα λοιπόν τους επόμενους μήνες είναι πως θα μπορέσουν τα κράτη της ΕΕ να διαφυλάξουν την καλή λειτουργία του ανταγωνισμού. Το κάθε κράτος για την αγορά του. Έτσι, θα φανεί, στο τέλος της διαδρομής, πόσο θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός σε κάθε κράτος. Ούτως ώστε η ίδια αγορά να περιορίσει αυτό το φαινόμενο και - ει δυνατό σε κάποιες περιπτώσεις - να το αναστρέψει. Δηλαδή οι τιμές, όπου δεν δικαιολογείται πλέον από την πορεία της κρίσης, να σταματήσουν την άνοδο και να καταγράψουν μείωση προς τα προηγούμενα επίπεδα.
Στο τέλος αυτής της διαδρομής λοιπόν, κάποια κράτη θα τα καταφέρουν καλύτερα από άλλα. Σε όποιο κράτος ο ανταγωνισμός δεν λειτουργήσει, χαμένος δεν θα είναι μόνο καταναλωτής και τα κρατικά ταμεία, αλλά και η ίδια η ελληνική επιχειρηματικότητα που – ακόμη - προσπαθεί να βρει τη θέση της στις ξένες αγορές.