Προφανώς τα στοιχεία για το ΑΕΠ της Ελλάδος το 1ο τρίμηνο του 2023 δείχνουν -πρώτα από όλα- την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας. «Καθρεφτίζουν» τα αντισώματα που δημιουργήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα, ούτως ώστε να μπορεί να αντέξει τους τριγμούς και της ενεργειακής/πληθωριστικής κρίσης που διανύουμε. Η Ελλάδα αναπτύσσεται με ρυθμό σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Ευρωζώνης και είναι ανάμεσα στα κράτη με τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης.
Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση για τα στοιχεία του ΑΕΠ, η οποία είναι -προφανώς- ικανοποιητική, αλλά και ενθαρρυντική για τη συνέχεια. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης κατά 2,1% θεωρείται ικανοποιητικός τη στιγμή που προσέγγιζε το 5% το χρόνο που μας πέρασε, δείχνει ότι οι εύκολοι καιροί έχουν τελειώσει. Προς το παρόν, τουλάχιστον.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται ένας ταχύτερος ρυθμός τα επόμενα τρίμηνα. Τουναντίον, αν βοηθήσουν οι διεθνείς συνθήκες, είναι πολύ πιθανή μία ταχύτερη άνοδος του ΑΕΠ, ειδικά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Είναι πιθανό να ξεπεραστεί και ο αναθεωρημένος στόχος για ανάπτυξη κατά 2,3% συνολικά φέτος. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα θα είναι δυσκολότερα. Επίσης, με δεδομένο ότι και ο δείκτης του πληθωρισμού θα επιβραδύνεται (προσοχή, η ακρίβεια θα παραμένει), αυτό σημαίνει ότι και τα άλλα μεγέθη που συνδέονται με το ΑΕΠ (όπως είναι για παράδειγμα η μείωση του χρέους ή ακόμα και η αύξηση του κατώτατου μισθού ή των συντάξεων) θα επηρεάζονται αντίστοιχα.
Να εξηγήσουμε ότι η άνοδος του ΑΕΠ αυτό τρίμηνο επηρεάστηκε αρνητικά από την «επίπτωση βάσης» όπως ονομάζεται επισήμως η μεγάλη άνοδος που επιτεύχθηκε έναν χρόνο πριν (αύξηση ΑΕΠ κατά 7,8% το πρώτο τρίμηνο του 2022) λόγω της επαναφοράς από την πανδημία. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης σαφές ότι σχεδόν όλος ο ρυθμός ανάπτυξης συνδέεται με τα κοινοτικά κονδύλια και με τις επενδύσεις που αυτά δρομολογούν.
Αυτό είναι και το ένα μεγάλο στοίχημα: το πώς οι πόροι του Ταμείου Ανάπτυξης και του ΕΣΠΑ θα καταφέρουν να διαχυθούν στην αγορά το επόμενο διάστημα, αλλά και να αποτελέσουν (μαζί με μεταρρυθμίσεις και με την επενδυτική βαθμίδα) ένα «μοχλό» για ακόμα μεγαλύτερη ώθηση γενικότερα των ιδιωτικών επενδύσεων στη χώρα.
Η ώθηση των επενδύσεων από την πλευρά της είναι αναγκαία, γιατί βλέπουμε πως άλλοι αναπτυξιακοί «μοχλοί» όπως η κατανάλωση αυξάνονται μεν αλλά βραδύτερα. Ειδικά η κρατική κατανάλωση, μοιραία, «φλερτάρει» με τη συρρίκνωση, λόγω της απόσυρσης των μέτρων στήριξης αλλά και της επιστροφής σε δημοσιονομική πειθαρχία.
Εδώ τίθεται ένα άλλο θέμα, αυτό της φοροδοτικής ικανότητας και της δυνατότητας των κρατικών ταμείων να γεμίζουν υγιώς, από τα κέρδη που θα φέρνει η ανάπτυξη, αλλά και η καλύτερη επιβολή του νόμου, δηλαδή η μεγαλύτερη εισπραξιμότητα των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Γιατί μόνο έτσι μπορούν να γίνονται κρατικές δαπάνες και παράλληλα να μειώνονται ακόμα περισσότερο τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά βάρη στην νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην ΕΕ περί δημοσιονομικής πειθαρχίας σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων και χαμηλής ζήτησης. Γιατί, το ζήτημα δεν είναι να αυξήσεις ως χώρα έναν φόρο για να μπορέσεις να μειώσεις έναν άλλον. Το ζήτημα είναι να έχεις τη δυνατότητα να προσφέρεις δαπάνες (κοινωνικές και αναπτυξιακές) και να καταργείς «χαράτσια» των Μνημονίων, χωρίς να υποχρεώνεις κάποια κομμάτια της κοινωνίας ή κλάδους σε επιπλέον βάρη.