Τα φετινά μηνύματα από τον Τουρισμό είναι ότι, πάει μεν καλά, αλλά υπάρχουν σύννεφα που χρήζουν άμεσης ερμηνείας και από την κυβέρνηση που θα προκύψει από την κάλπη, αλλά και από τον ιδιωτικό τομέα. Σχετίζονται με τον διεθνή ανταγωνισμό, τις ανατιμήσεις και την αλλαγή των συνηθειών των καταναλωτών παγκοσμίως λόγω των νέων συνθηκών υψηλού κόστους.
Η εικόνα, λοιπόν, του τουρισμού πρέπει να γίνει η αφορμή για μια κουβέντα η οποία θα καλύπτει ολιστικά και συνολικά το ποια θα είναι η στρατηγική των επόμενων ετών. Προφανώς ήδη υπάρχει και εφαρμόστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση μία πολυετής στρατηγική (η οποία αποτυπώνεται και στο Σχέδιο Ανάπτυξης και στο Σχέδιο Ανάκαμψης), αλλά τα τελευταία χρόνια πολλά άλλαξαν παγκοσμίως με ταχείς ρυθμούς. Ετσι, προφανώς πρέπει να υπάρξουν οι αναγκαίες προσαρμογές σε πολλά πεδία από τον τουρισμό έως τις νέες τεχνολογίες.
Ας δούμε λοιπόν πως πηγαίνει η «βαριά» μας βιομηχανία. Οι αφίξεις πάνε καλά μέχρι στιγμής – είναι πάνω από τα επίπεδα του 2019 που ήταν μέχρι τώρα το ορόσημο. Ωστόσο οι πληρότητες στα ξενοδοχεία, ακόμα και στους δημοφιλείς προορισμούς ειδικά για τον Ιούλιο και για τον Αύγουστο δεν είναι στα ίδια επίπεδα με τους προηγούμενους μήνες. Βεβαίως, μπορεί να υπάρξουν κρατήσεις της τελευταίας στιγμής αλλά μέχρι στιγμής φαίνεται οι τουρίστες να προβληματίζονται κυρίως από τις υψηλές τιμές (που γίνονται ακόμα πιο υψηλές λόγω high season) αλλά και από την πίεση που οι ίδιοι δέχονται από τον πληθωρισμό που έχει μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά τους. Είναι ενδεικτικό ότι η μέση δαπάνη ακόμα και τον Απρίλιο φάνηκε μειωμένη κατά 8,4% σύμφωνα με την ΤτΕ, όταν όλα είναι πιο ακριβά (τα ξενοδοχεία έχουν αύξηση τιμών 10-15%, τα αεροπορικά 30%, τα ακτοπλοϊκά είχαν φτάσει στο θεό ήδη από πέρυσι).
Σε αυτό το πλαίσιο αμφιβολίες υπάρχουν και για τους συνδεδεμένους κλάδους (εστίαση, δραστηριότητες, μουσεία κλπ). Δηλαδή για το αν θα έχουν θετικό πρόσημο στο τέλος της χρονιάς ή θα έρθουν ίσα βάρκα ίσα γιαλό έσοδα έξοδα λόγω ανατιμήσεων. Σε αυτά τα δεδομένα πρέπει να προστεθεί και ο ανταγωνισμός που αυξάνει από «ανταγωνιστές». Από την Τουρκία για παράδειγμα στην οποία οι τιμές για τα πεντάστερα είναι οι μισές από την Ελλάδα και πλέον οι πολιτικές συνθήκες έχουν «εξομαλυνθεί»….
Είναι φανερό λοιπόν ότι στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται διεθνώς οι εύκολες εποχές έχουν τελειώσει. Πρέπει να υπάρξει έμφαση στην ποιότητα και στην υπεραξία. Αυτό ισχύει και για άλλους κλάδους, από τη γεωργία και τη μεταποίηση έως τις νέες τεχνολογίες και άλλες υπηρεσίες που παρέχει η χώρα.
Η Ελλάδα μετατρέπεται -και ορθώς πράττει- σε μια χώρα υψηλότερου εργατικού κόστους. Άρα η εξωστρέφειά της θα πρέπει να συνδέεται με την ανάπτυξη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Τα πράγματα είναι πολύ πιο ορατά στο τουριστικό προϊόν, αλλά η πρόκληση της μετάβασης είναι υπαρκτή ευρύτερα.
Να θυμίσουμε ότι μπορεί οι ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο της πανδημίας να έλαβαν στήριξη όπως για παράδειγμα τις «Επιστρεπτέες», αλλά κράτη με χαλαρότερους δημοσιονομικούς κανόνες όπως η Γερμανία στήριξαν (και στηρίζουν ακόμα) απλόχερα την εγχώρια επιχειρηματικότητα τους η οποία ήταν ήδη ανταγωνιστική. Τώρα που επιστρέφουμε σε δημοσιονομικούς κανόνες σε συνθήκες ανατιμήσεων και υψηλού κόστους δανεισμού και επιπλέον έρχεται ένα νέο μέτωπο αυτό το υπερκερδών των επιχειρήσεων πολλά είναι αυτά που πρέπει να τεθούν στο μικροσκόπιο, να αποτιμηθούν και να αντιμετωπισθούν.