Με την προσδοκία – πλήρους πλέον - επιστροφής σε μία νέα «κανονικότητα» για την Ελληνική οικονομία και κοινωνία, κατατέθηκε στη Βουλή ο Προϋπολογισμός του 2024. Έχει δομηθεί με το βλέμμα στραμμένο στην ολοκλήρωση του κύκλου των αναβαθμίσεων, με επόμενο ραντεβού την 1η Δεκεμβρίου για τον Fitch. Ισορροπώντας ανάμεσα στις ανάγκες για στήριξη των πολιτών και των επιχειρήσεων με παρεμβάσεις 2,54 δισ. ευρώ τον επόμενο χρόνο και για τη διασφάλιση της ανάπτυξης, αλλά και για επαρκή μείωση του χρέους και άνοδο των πλεονασμάτων.
Το ΑΕΠ το 2024 θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα που είχε το 2009, δηλαδή περίπου στα 234 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ανεργία κινείται πλέον προς μονοψήφια επίπεδα, οι εισοδηματικές ανισότητες μειώνονται, οι μισθοί και οι συντάξεις αυξάνονται. Οι δαπάνες για υγεία θα αυξηθούν και αυτές κατά 900 εκατομμύρια ευρώ περίπου το 2024, ενώ ενισχύονται και οι δαπάνες για παιδεία. Κατά 15,1% αναμένεται να αυξηθούν και οι επενδύσεις, με μοχλό τα 12,17 δις ευρώ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, αλλά και τα 5,7 δις ευρώ των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις και τη δυναμική ξένων επενδύσεων που αναμένεται να αναπτυχθεί.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η Ελλάδα έφτασε τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο σε εισόδημα, σε ευημερία, σε «κανονικότητα». Άλλωστε και πριν από τις κρίσεις τούτο δεν ίσχυε. Τώρα, λόγω των διεθνών συνθηκών, η μείωση της απόστασης, η λεγόμενη σύγκλιση, είτε πρόκειται για μισθούς και για συνθήκες διαβίωσης, είτε πρόκειται για ροή επενδύσεων ή εξαγωγών θα απαιτεί πολλά ακόμα να γίνουν...
Προφανώς ήδη πολλά έχουν αλλάξει για την Ελλάδα και σε επίπεδο «εικόνας» προς τα έξω. Στο πακέτο των συστάσεων που ανακοίνωσε η Κομισιόν, δεν υπάρχει πλέον κανένα ειδικό καθεστώς παρακολούθησης και εποπτείας. Η Ελλάδα είναι λοιπόν μία κανονική χώρα. Μάλιστα έλαβε εύσημα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ένα από τα 7 Κράτη που δεν έχουν κανένα δημοσιονομικό «αστερίσκο» στον προϋπολογισμό τους. Αυτό δεν είναι λίγο, είναι πολύ σημαντικό μετά από όλα όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά, είναι προφανές (και στον Προϋπολογισμό), πως λόγω του υψηλού χρέους τα βλέμματα παραμένουν στραμμένα στην Ελλάδα η οποία θα πρέπει να συνεχίζει να αποδεικνύει ότι τα καταφέρνει. Και δεδομένων των δύσκολων διεθνών συνθηκών τα πράγματα δεν είναι εύκολα.
Ο πληθωρισμός όχι μόνο αντιστέκεται αλλά είναι πιθανό το σενάριο να ενισχυθεί εκ νέου από μία αρνητική εξέλιξη στο πόλεμο που μαίνεται στη Μέση Ανατολή, με επιπτώσεις όχι μόνο στο διαθέσιμο εισόδημα (που εξαερώνεται παρά τις μισθολογικές αυξήσεις), αλλά και διογκώνοντας τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους που μειώνουν (με τη σειρά τους) το δημοσιονομικό χώρο.
Αλλά και η κλιματική κρίση δυσκολεύει ακόμα πιο πολύ την προσπάθεια, αφού πολλοί πόροι πρέπει να ανακατευθυνθούν σε αυτό το πεδίο (με μεγάλες αποζημιώσεις και για τις καταστροφές που έφεραν οι πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά και πάρα πολύ υψηλής αξίας επενδύσεις ούτως ώστε να γίνει η κλιματική μετάβαση όχι μόνο του κράτους και των επιχειρήσεων, αλλά και των νοικοκυριών).
Μιλάμε λοιπόν για μία νέα κανονικότητα με πολλές δυσκολίες αλλά και με διεθνείς αβεβαιότητες και κινδύνους. Προφανώς η μόνη λύση είναι η φυγή προς τα μπρος. Η διασφάλιση μίας τόσο ισχυρής ανάπτυξης, η οποία θα τροφοδοτηθεί και τα φορολογικά έσοδα, και την απομείωση του χρέους και τις παρεμβάσεις στήριξης της αγοράς και της κοινωνίας. Προς το παρόν αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό: η άνοδος του ΑΕΠ παραμένει πολύ πιο ισχυρή από το μέσο όρο της ΕΕ. Το μεγάλο στοίχημα λοιπόν είναι αυτή η δυναμική να έχει διάρκεια και βάσεις που θα τη διατηρήσουν σε βάθος χρόνου. Με σωστή – και πλήρη- χρήση των πλουσιοπάροχων κοινοτικών κονδυλίων και με την ολοκλήρωση των παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν στον ανταγωνισμό, στη φορολογία και σε πολλούς άλλους τομείς που θα οδηγήσουν και θεσμικά την Ελλάδα σε σύγκλιση με την ΕΕ.