Όταν επιχειρούνται δύσκολοι συμβιβασμοί τότε δεν υπάρχουν μεγάλοι νικητές. Το βέβαιο είναι ότι στην κυοφορούμενη πρώτη συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, με βάση τουλάχιστον τα τρία πολυσέλιδα νομικά κείμενα συμβιβασμού, ο μεγάλος χαμένος είναι η απλοποίηση. Γιατί μιλάμε (και πάλι) για έναν πληθωρισμό άρθρων, όρων, εξαιρέσεων αλλά και για δημιουργική ασάφεια. Αλλά, υπάρχουν μικρές νίκες. Όποια αλλαγή από τον κανόνα για 1/20 μείωσης του χρέους ετησίως είναι πολύ σημαντική κίνηση για κράτη όπως η Ελλάδα.
Για να δούμε κάποιες μικρές «νίκες» και τη σημασία τους. Ένα παράδειγμα είναι οι αμυντικές δαπάνες που μας «καίνε» ως χώρα λόγω των γνωστών ανοικτών πληγών.
Τι λέει λοιπόν αυτή η πρόταση συμβιβασμού: θα εξαιρούνται, λέει, οι εν λόγω δαπάνες μόνο αν είναι η χώρα να κινδυνεύει να μπει ξανά σε περιπέτειες, δηλαδή στη διαδικασία «υπερβολικού ελλείμματος» όπως τότε, τα χρόνια προ μνημονίων. Αν φτάσει σε αυτό το σημείο της «απόκλισης» από τους νέους στόχους, τότε η αξιολόγηση των θεσμών, θα λάβει υπόψη το βάρος των αμυντικών δαπανών. Επίσης (και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό για την Ελλάδα, αν και μάλλον έγινε για το χατίρι της Γερμανίας), αν ένα κράτος αυξήσει επιπλέον τις αμυντικές δαπάνες στο μέλλον, πέραν όσων έχει ήδη συμφωνήσει και εγγράψει στο Μεσοπρόθεσμο Προϋπολογισμό (δηλαδή και ως παραλαβές επόμενων ετών), τότε αυτή η δαπάνη εξαιρείται.
Όφελος είναι και η ειδική αναφορά για την Ελλάδα για το χρέος μετά το 2032, όταν τελειώνει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα τον καιρό των μνημονίων. Λένε λοιπόν τα κείμενα πως το 2033 για το «σημαντικό ποσό αναβαλλόμενων τόκων» που προς το παρόν δεν καταβάλλονται γιατί υπάρχει περίοδος χάριτος και τότε θα καταστούν πληρωτέοι με βάση την συμφωνία για το χρέος θα υπάρξει η εξής ρύθμιση: «η έκτακτη αυτή αύξηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τους υπολογισμούς της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους». Φαντάζει πολύ μακρινό, αλλά δεν είναι.
Ωστόσο, πηγές από τις Βρυξέλλες λένε πως το θέμα δρομολογείται όχι μόνο μέσω του νέου αυτού όρου στα νομικά κείμενα των δημοσιονομικών κανόνων, αλλά και εξαιτίας άλλων παραγόντων και κινήσεων που έχουν εδώ και καιρό ξεκινήσει.
Για τι ποσό μιλάμε; Για 20-25 δισ. ευρώ αναβαλλόμενων τόκων που θα πρέπει να εγγραφούν σε δέκα χρόνια από τώρα στο χρέος και οι νέοι κανόνες λένε το «άλμα» αυτό να μην συνυπολογιστεί στην τότε ανάλυση βιωσιμότητας. Καλό είναι που το λένε και επισήμως, αλλά η αλήθεια είναι πως το ποσό αυτό που σωρεύεται ετησίως (περίπου 1 δισ. ευρώ, ήδη έχουμε φτάσει κοντά στα 10 δισ. ευρώ), δεν είναι κάπου «κρυμμένο» λογιστικά. Εγγράφεται κάθε χρόνο και στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους αλλά και στο επίσημο έλλειμμα (όταν αποτυπώνεται εθνικολογιστικά/κατά ESA όπως λέγεται ο τρόπος μέτρησης των Βρυξελλών). Σε απλά ελληνικά, το ποσό υπάρχει στα επίσημα «βιβλία» του δημοσίου. Μάλιστα, εδώ και πολύ καιρό από τις Βρυξέλλες έχουν αρχίσει συζητήσεις για ένα νέο σχήμα διευκολύνσεων στην αποπληρωμή σε βάθος χρόνου ή και με μία νέα περίοδο χάριτος.
Αλλά καθώς όλα αυτά είναι ακόμη στα «λόγια», είναι καλό να υπάρχουν και τα νομικά κείμενα.
Προφανώς επίσης, η εν λόγω αναφορά των νέων κανόνων δείχνει –και αυτή– γιατί πρέπει απαρέγκλιτα να γίνονται για χρόνια όλες οι κινήσεις που θα οδηγήσουν από την… άκρη στο κέντρο της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και σε μία ανάπτυξη που «υγιώς» θα μειώνει το χρέος. Από την μία πλευρά χρειάζονται λοιπόν κινήσεις σαν την πρόωρη αποπληρωμή της 15ης Δεκεμβρίου που θα βελτιώσουν και άλλο το προφίλ του χρέους και από την άλλη πλευρά παρεμβάσεις στον «παρονομαστή», δηλαδή στο ΑΕΠ.
Το ΑΕΠ του 2024 υπολογίζεται σε 234 δισ. ευρώ και το χρέος στα 356 δισ. ευρώ (από 357 δισ. ευρώ φέτος). Το θέμα λοιπόν δεν είναι – μόνο – τι χρέος θα έχουμε το 2033 αλλά και τι αξίας ΑΕΠ θα έχουμε. Γιατί αν καταφέρναμε ως χώρα να εκπλήξουμε θετικά σε όρους ανάπτυξης, θα έβγαιναν όλοι κερδισμένοι, και τα δημοσιονομικά, και η αγορά και η κοινωνία…