H απώλεια δυο πολύ ισχυρών ανδρών της Ευρώπης με πολύ διαφορετικές προσωπικότητες και προσανατολισμό, αλλά και με πολύ έντονο το στίγμα που άφησαν στην πορεία της ΕΕ τις προηγούμενες δεκαετίες συνδέεται -αναπόφευκτα- με πολλά γεγονότα και με συνθήκες που καθόρισαν την πορεία της σύγχρονης ελληνικής οικονομικής ιστορίας. Μετά τον σχεδιασμό της πολιτικής ευρωπαϊκής ενοποίησης (με έμφαση στην ανάπτυξη αλλά και στην κοινωνική συνοχή), που οδήγησε την Ελλάδα στη διαδικασία εισόδου στην ΟΝΕ, στο ευρώ αλλά και στα περίφημα «πακέτα Ντελόρ», ήρθε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση χρέους που συνοδεύθηκε από την έμφαση στη δημοσιονομική σταθερότητα χωρίς αμοιβαιοποίηση των βαρών (η οποία ισχύει μέχρι σήμερα αν εξαιρέσουμε την πανδημία), μία πολιτική που οδήγησε την Ελλάδα (λόγω της ευαλωτότητάς της), στα μνημόνια και στην πόρτα του Grexit.
Είναι πολύ απλοϊκό να μιλήσουμε για φίλους και για εχθρούς της Eλλάδος. Άλλωστε οι δύο αυτοί άνδρες, με διαφορετική στάση για την αρχιτεκτονική της ΕΕ, μεσουράνησαν σε διαφορετικές περιόδους. Αλλά και ο πολύ αυστηρός, εφιαλτικός κάποιες περιόδους των μνημονίων, Βόλφανγκ Σόιμπλε ήταν αυστηρός με όλους, ακόμα και με τους Γερμανούς πολίτες (η παρότρυνσή του προς τους Γερμανούς πολίτες για ζεστά ρούχα τους μήνες της έντονης ενεργειακής κρίσης ακούστηκε πολύ τις προηγούμενες ημέρες).
Το θέμα είναι τι μας διδάσκει η πρόσφατη οικονομική ιστορία της Ευρώπης και ο ρόλος της Ελλάδας σε αυτή. Η χώρα μπήκε και παρέμεινε στο ευρώ. Από τα μνημόνια βγήκαμε μεν αλλά με πολύ αυστηρούς όρους που θα ακολουθούμε για δεκαετίες λόγω του υψηλού χρέους και της ανάγκης συνεχών αναβαθμίσεων. Άφθονο κοινοτικό χρήμα έφτασε και συνεχίζει να φτάνει στην Ελλάδα, πολλές φορές με κόπο, όπως αυτές τις μέρες που κλείνει το παλιό ΕΣΠΑ και επιχειρείται να αυξήσει στροφές το Ταμείο Ανάκαμψης για να καλύψει την «κοιλιά» της διπλής εκλογικής μάχης (ή κατ άλλους για να ξεπεράσει χρόνιες παθογένειες που παρατηρούνται σε φορείς υλοποίησης έργων παρά την τεράστια πείρα τόσων δεκαετιών στις κοινοτικές διαδικασίες).
Το ζήτημα είναι να μη βρεθούμε ξανά σε ευάλωτη θέση, να δυναμώσουμε οικονομικά, αλλά και κοινωνικά. Όχι μόνο γιατί πάντα μπορεί να βρεθεί μπροστά μας ένας «Σόιμπλε» ή ένας «Τόμσεν» αλλά γιατί πρέπει να φτάσουμε κάποτε στο στόχο που τέθηκε δεκαετίες πριν για πραγματική σύγκλιση. Η Ελλάδα παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, παρά όσα έγιναν, συνεχίζει να είναι μία χώρα με αποκλίσεις από την ΕΕ, όχι μόνο εισοδηματικές αλλά και κοινωνικές: έχει υψηλό ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, δομικά υψηλή ανεργία , πολύ κακές επιδόσεις σε κρίσιμους δείκτες για την παιδεία, την υγεία, την ποιότητα του δημοσίου κλπ. Έχει επίσης ένα τεράστιο εξωτερικό «άνοιγμα» που δεν προέρχεται μόνο από το χρέος αλλά και από το εντονότατα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο και από την χαμηλή ροή άμεσων ξένων επενδύσεων. Μην ξεχνάμε πως οι επενδύσεις που γίνονται με κοινοτικό χρήμα σημαίνουν περισσότερες εισαγωγές εξοπλισμού, μηχανημάτων, τεχνογνωσίας κλπ. Ναι, σε ένα βαθμό το παιχνίδι της βαριάς βιομηχανίας είναι χαμένο αλλά υπάρχουν ευκαιρίες, υπάρχουν δυνατότητες. Πρέπει να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα για να κλείσουν υγιώς οι ψαλίδες στα εξωτερικά ανοίγματα της χώρας, αλλά και στις εισοδηματικές και στις κοινωνικές ανισότητες, πρέπει να αξιοποιήσουμε μέχρι… ευρώ τα κονδύλια που δίδονται. Για να γίνει η χώρα πιο ισχυρή, πιο ανθεκτική και πιο συμπεριληπτική. Θωρακισμένη από μελλοντικές κρίσεις και με δικαίωμα (ως μία μικρή χώρα του Νότου), να διεκδικεί ρόλο και φωνή στην αρχιτεκτονική και στις αποφάσεις που θα ληφθούν από εδώ και πέρα στην ΕΕ.