Οι ειδικοί τις τελευταίες μέρες προσπαθούν να ερμηνεύσουν γιατί το ΑΕΠ του 2023 ήταν τελικά χαμηλότερο από ό,τι περίμενε και η κυβέρνηση αλλά και οι θεσμοί της ΕΕ (ήταν βεβαίως πολύ υψηλότερο των μέσων ευρωπαϊκών επιδόσεων. Η αιτία ήταν άραγε οι καταστροφές στον θεσσαλικό κάμπο; Επρόκειτο απλά ένα στατιστικό «αποτύπωμα» που μπορεί να αναθεωρηθεί στη συνέχεια (όπως έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν); ‘Η πράγματι υπάρχει μια περιστασιακή ή δομική καθίζηση στις εξαγωγές ή στις επενδύσεις; Ό,τι και να συμβαίνει η επίδοση αυτή έχει καταγραφεί και θα «ακολουθεί» την Ελλάδα έστω και για κάποιους μήνες.
Υπάρχουν δηλαδή επιπτώσεις. Οδήγησε ήδη σε αλλαγή (επί τα χείρω) στις αναπτυξιακές προβλέψεις για το 2024. Επιπλέον οι πιέσεις στο ΑΕΠ που υπολογίζει η ΕΛΣΤΑΤ συνοδεύονται/επιβεβαιώνονται και από άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι ναι μεν η ελληνική οικονομία έχει αναπτυξιακή δυναμική, αλλά με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι πιστεύαμε και με πιέσεις από διάφορα πεδία. Ένα στοιχείο είναι τα φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού που είναι και πάλι υψηλότερα των στόχων, αλλά όχι με την ορμή που παρατηρούσαμε έναν χρόνο πριν. Γι αυτό άλλωστε και ο Πρωθυπουργός έσπευσε νωρίς-νωρίς να παγώσει κάθε σενάριο για την καταβολή έκτακτου επιδόματος Πάσχα και φέτος. Αλλά και ο δείκτης οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ δείχνει πως υπάρχουν πιέσεις, το ίδιο και ο τζίρος λιανικής.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διανύει φέτος μια ιδιάζουσα περίοδο. Περιμένει να επικυρωθούν πολιτικά στην ΕΕ που νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, κάτι που εκτός απροόπτου θα συμβεί τον Απρίλιο για να λάβει μήνες μετά, το καλοκαίρι την τελική «εντολή» από τις Βρυξέλλες για το πόσο μπορεί να αυξήσει τις δαπάνες τα επόμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση φέτος έχει δεσμευθεί να αυξήσει σημαντικά τα πρωτογενή πλεονάσματα, από το 1,1% του ΑΕΠ το 2023 στο 2,1% του ΑΕΠ. Άρα είναι η χρονιά που θα πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική προσαρμογή 2 δισ. ευρώ, χωρίς βεβαίως νέους φόρους αλλά με προσοχή στις κινήσεις που γίνονται στο πεδίο των δαπανών και με «υπεραπόδοση» της οικονομίας.
Έτσι, αυτό που έγινε φανερό τις προηγούμενες μέρες είναι πως μια μικρή αλλαγή στις προβλέψεις για την ανάπτυξη παίζει σπουδαίο ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις που μπορεί να ληφθούν, αλλά και στα περιθώρια που θα υπάρχουν για να στηριχθεί η αγορά. Με άλλα λόγια, ακόμα και η ανάπτυξη κατά 2% που φαντάζει χαμηλότερη είναι πάρα πολύ σημαντική. Ειδικά την ώρα που διαμορφώνεται ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον σχεδόν μηδενικών ρυθμών ανάπτυξης, εκτεθειμένος σε εξωγενείς γεωπολιτικούς κινδύνους.
Ένα ακόμη στοιχείο: τις προηγούμενες μέρες έγινε σαφής και πάλι η σημασία του Σχεδίου Ανάκαμψης καθώς, εάν δεν υπήρχαν οι πόροι του, η άνοδος του ΑΕΠ θα ήταν πολύ χαμηλότερη από 1% το 2023. Και τούτο γιατί πάνω από το 60% αυτής της ανάπτυξης, όπως ειπώθηκε από τα αρμόδια στελέχη συνδέεται με τα εν λόγω κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ σημαντικά τα χρόνια που απομένουν μέχρι το τέλος του 2026 και κατά τα οποία προγραμματίζεται μια πολύ μεγάλη εισροή αλλά και δαπάνη των εν λόγω επιδοτήσεων/δανείων των 36 δισ. ευρώ. Πρέπει να διασφαλιστεί η υψηλότερη δυνατή ανάπτυξη και άρα τα μεγαλύτερα εφικτά περιθώρια άσκησης εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής. Είναι σημαντικό επίσης να πιάσουν τα λεφτά τόπο για την επόμενη μέρα η οποία (αν δεν υπάρξει κάποιο άλλο ευρωπαϊκό διάδοχο εργαλείο μέσα από το κυοφορούμενο σχέδιο Ντράγκι ή από τη νέα συζήτηση περί κοινωνικών επενδύσεων, προαλείφεται δυσκολότερη. Είναι σημαντικό όπως ο ίδιος ο σχεδιασμός του Μεσοπρόθεσμου το αποκαλύπτει: γίνεται με ΠΔΕ παγωμένο (παρά την άνοδο του ΑΕΠ) από τα 8,55 δισ. ευρώ φέτος στα 8,5 δισ. το 2028 και με συνολική δαπάνη από τα 79,4 δισ. ευρώ το 2026 (που θα ολοκληρώνεται το ταμείο ανάκαμψης προσφέροντας 6,7 δισ. ευρώ επιπλέον του ΠΔΕ στην οικονομία) στα 72,9 δισ. ευρώ από το 2027 και μετά.
Μιλάμε λοιπόν για έναν γόρδιο δεσμό που έχει αρχίσει να δημιουργείται και πρέπει να τον αποφύγουμε ως οικονομία. Γιατί ειδικά στην Ελλάδα ξέρουμε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει.