Κάποτε μιλάγαμε για δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικά και εξωτερικά) και για τους κίνδυνους που μπορεί να προκαλέσουν στην ελληνική οικονομία. Το «κάποτε» αφορά στα χρόνια της ευμάρειας, που αποδείχθηκε επίπλαστη, στα χρόνια που ετοιμαζόμασταν για το ευρώ και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε λοιπόν κάποιοι χαρακτήριζαν ως «γκρινιάρηδες» ή απαισιόδοξους όσους έκρουαν τον κώδωνα για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Μέχρι που οι εν λόγω φόβοι – δυστυχώς - έγιναν πραγματικότητα, με ό,τι ακολούθησε.
Τώρα η εικόνα στην οικονομία βεβαίως δεν είναι η ίδια. Πολλές πληγές έχουν κλείσει, πολλά ανοίγματα διορθώθηκαν. Δημοσιονομικά, η ελληνική οικονομία θα επικυρώσει σε λίγες ημέρες από την ανακοίνωση της Eurostat τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που θα γίνουν - προσεχώς - ακόμα ισχυρότερα: άνω του 2% του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση. Βεβαίως, τα πλεονάσματα είναι τόσο υψηλά (δεσμευτικά για την άσκηση κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής), γιατί πρέπει να μειωθεί το τεράστιο χρέος που μας «κληρονόμησαν» οι κρίσεις και θα οδηγήσει το καλοκαίρι στον «ορισμό» από τις Βρυξέλες ενός απαρέγκλιτου ορίου στην άνοδο των κρατικών δαπανών.
Στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, το έλλειμμα παραμένει. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στηρίζεται μόνο από την – σημαντική – άνοδο του τουρισμού, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις παραμένουν αναιμικές και χαμηλότερες σε σχέση με το 2022 με εξαιρετικά μικρή συμμετοχή της μεταποίησης, και με νέα «κρούσματα» εξόδου πολυεθνικών. Όσο για το εμπορικό ισοζύγιο, το πρόβλημα και υπήρχε και παραμένει, αφού τα μνημόνια δεν κατάφεραν να αλλάξουν (τουλάχιστον όχι επαρκώς) τη μεταστροφή του ιδιωτικού τομέα από τα μη εμπορεύσιμα στα εμπορεύσιμα αγαθά. Μάλιστα, τώρα που παίρνουν «μπρος» και οι δαπάνες του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται νέα πίεση για εισαγωγές εξοπλισμού, πρώτων υλών.
Η εικόνα από την ΤτΕ είναι ενδεικτική. Το 2023 οι εξαγωγές μας ήταν 35 δις ευρώ (χωρίς καύσιμα και πλοία) μειωμένες κατά 3% και οι εισαγωγές μας στα 60,4 δις ευρώ κατέγραψαν μείωση κατά 2,7%. Καθώς λοιπόν εισάγουμε πολύ περισσότερα από αυτά που εξάγουμε η μικρή μείωση εισαγωγών οδήγησε σε μείωση κατά 2,3% στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (στα 25,4 δις ευρώ). Να σημειωθεί πως το εμπορικό μας έλλειμμα είναι το 2ο πιο μεγάλο σε απόλυτες τιμές στην ΕΕ μετά από αυτό της Γαλλίας (που βεβαίως έχει πολύ μεγαλύτερο ΑΕΠ). Ο τουρισμός βοήθησε με άνοδο εισπράξεων κατά 16,5% στα 20,6 δις ευρώ. Άλλοι τομείς όμως επιδεινώθηκαν με πιο κομβικό στοιχείο τις ροές των άμεσων ξένων επενδύσεων που περιορίσθηκαν σε 4,6 δις ευρώ (μείωση κατά 38,9% σε σχέση με το 2022). Να πούμε επίσης πως το έτος «ρεκόρ» 2022 των 7,9 δις ευρώ άμεσων ξένων επενδύσεων, μόνο τα 1,5 δις ευρώ ήταν προς την μεταποίηση και όλα τα προηγούμενα χρόνια ο εν λόγω τομέας δεν προσέλκυε ούτε ένα δις. Τον Ιανουάριο είχαμε διψήφια πτώση εξαγωγών και 376 εκατ ευρώ ροή άμεσων ξένων επενδύσεων. Αρα το πρόβλημα συνεχίζεται.
Το ζήτημα είναι πως το 2024 αλλά και τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία πρέπει να μάθει να πορεύεται σε ένα σκηνικό δυσμενών διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών δεδομένων που θα προκαλούν πρόσθετη πίεση και σε άλλα πεδία που μπορεί να προκαλέσουν επιπλέον «ανοίγματα» στην οικονομία. Ενδεικτικά στο χρηματοπιστωτικό τομέα – στον οποίο έχει γίνει πολύ μεγάλη πρόοδος για την απομείωση των κόκκινων δανείων - το υψηλό κόστος δανεισμού ηχεί καμπανάκια σε όλα τα κράτη. Επίσης, η ακρίβεια συνεχίζει να αποτελεί το κύριο πρόβλημα όχι μόνο για τα νοικοκυριά αλλά και για τις επιχειρήσεις με νέες κρίσεις τιμών να είναι στον «ορίζοντα». Ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα αυξάνεται τους τελευταίους μήνες ταχύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι τιμές αγοράς και ενοικίασης κατοικίας συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία και τούτο όταν ακόμη δεν έχει καταστεί εφικτή – παρά τις διαδοχικές αυξήσεις μισθών - η επαναφορά των εισοδημάτων των εργαζομένων στα προ κρίσεων επίπεδα.
Με άλλα λόγια, διαβαίνουμε μία δύσκολη συγκυρία διεθνώς αλλά και εγχωρίως. Έτσι, οι ευαλωτότητες, τα «ανοίγματα» που συνεχίζουν να υπάρχουν, θέλουν πολύ μεγάλη προσοχή και φροντίδα για να συγκρατηθούν και για να συρρικνωθούν σε συνθήκες χαμηλότερης ανάπτυξης, μικρότερης ευχέρειας άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και πιο έντονης πλέον πολιτικής αντιπαράθεσης εν όψει των «τεταμένων» όπως όλα δείχνουν επερχόμενων Ευρωεκλογών.