Το κείμενο της ετήσιας έκθεσης για τα δημοσιονομικά της ΕΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα προ ολίγων ημερών κομίζοντας τα καλά νέα (από πλευράς Κομισιόν) για το πώς θα γίνει η ρύθμιση των αναβαλλόμενων τόκων του 2032, με την οποία διασφαλίζεται το προφίλ του ελληνικού χρέους και η βιωσιμότητά του, έχει κι άλλα στοιχεία. Yπολογίζει την ανάλυση βιωσιμότητας με πρωτογενή πλεονάσματα 2,5% του ΑΕΠ φέτος, 3% του ΑΕΠ του 2025 και σε ύψη ανάμεσα στις δύο αυτές τιμές τα επόμενα χρόνια.
Το «καλό» είναι πως τα στοιχεία αυτά είναι παρωχημένα και με βάση τα νέα δεδομένα, η κυβέρνηση προωθεί τον στόχο της για πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,1% του ΑΕΠ ετησίως φέτος αλλά και το 2025 στη διαπραγμάτευση που είναι τώρα στην αρχή της και θα οδηγήσει στο κλείδωμα του νέου 4ετούς προϋπολογισμού το επόμενο φθινόπωρο. Ωστόσο, και πάλι, πρόκειται για πολύ υψηλό στόχο. Έναν στόχο που συνδέεται με την πίεση που δέχεται (και θα δέχεται διαρκώς) η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια λόγω του εξαιρετικά υψηλού χρέους και των (κατά συνέπεια), μεγάλων αναγκών για την αποπληρωμής του.
Με άλλα λόγια, τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι στενά, πολύ στενά. Ίσως έτσι εξηγούνται και οι συνεχείς παραινέσεις που γίνονται το τελευταίο διάστημα σε κορυφαίο πολιτικό επίπεδο για συγκράτηση, αλλά και η έγκαιρη διάψευση κάθε προσδοκίας για παροχές το Πάσχα. Ωστόσο, καθώς πλησιάζει ένας νέος εκλογικός κύκλος (και μάλιστα πιο έντονος από ότι αρχικά αναμενόταν), οι πιέσεις είναι εκ των προτέρων δεδομένο ότι θα αυξάνονται. Από όλες τις πλευρές. Άρα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να συγκρατηθούν, επίσης από όλες τις πλευρές.
Επιπλέον, θα πρέπει να αποφευχθεί αυτό που ίσως συνέβη στις προηγούμενες εθνικές εκλογές: η καθίζηση έργου σε διάφορα πεδία τα οποία πρέπει να προχωρήσουν. Αυτό αφορά από τα κοινοτικά έργα, έως τις μεταρρυθμίσεις και όποια άλλη κίνηση θωρακίζει το ΑΕΠ (που δέχεται πιέσεις).
Το ίδιο ισχύει και για το πιο μεγάλο μέτωπο στην οικονομία όπως αποτυπώνεται και από τις δημοσκοπήσεις, αυτό της πάταξης των πηγών ανατιμήσεων και ακρίβειας. Όταν δεν έχεις τα περιθώρια για να τονώσεις το εισόδημα με αύξηση δαπανών και μείωση φόρων (ή εισφορών που πρότεινε ο Κεντρικός Τραπεζίτης ως προτεραιότητα όταν υπάρξει η δυνατότητα), η μόνη διέξοδος είναι να διαφυλάξεις αυτά που έχεις. Η επιτάχυνση του πληθωρισμού τον Μάρτιο στην Ελλάδα όταν στην Ευρωζώνη επιβραδύνεται, είναι ένα καμπανάκι. Ειδικά όταν οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι τόσο ισχυρές: η ΕΚΤ στην έρευνα καταναλωτών που έκανε τον Ιανουάριο και παρουσιάζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής δίνει κεντρική τιμή των πληθωριστικών προσδοκιών στο 10,1% για το 2023 στην Ελλάδα, έναντι 3,5%, στην Πορτογαλία και 4,9%, στην Ιταλία.
Απαιτείται λοιπόν «συμμάζεμα» όχι μόνο στα δημοσιονομικά, με στοχευμένες και ορθολογικές παρεμβάσεις (εκεί που πραγματικά πρέπει και με υλοποιήσιμες εξαγγελίες από την αντιπολίτευση), αλλά και γενικότερα στη λειτουργία του κράτους και της αγοράς. Με ανάληψη ευθυνών από όλες τις πλευρές για τη θωράκιση της οικονομίας και της κοινωνίας. Γιατί καλά μίλησε ο Κεντρικός Τραπεζίτης για το εισοδηματικό χάσμα που μας χωρίζει από την ανεπτυγμένη Ευρώπη, τη στιγμή που το κόστος ζωής συγκλίνει (με πρόσθετες παρενέργειες αύξησης των εισοδηματικών αποκλίσεων σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ), αλλά, η λύση (ή τουλάχιστον η μη περαιτέρω επιδείνωση) είναι πολυπαραγοντικό ζήτημα. Απαιτεί τη συνδρομή όλων, δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, όχι μόνο για το συνολικό αλλά και για το «δικό τους» καλό. Η ίδια η αγορά, άλλωστε, θα πληγεί αν δεν διασφαλισθεί η δυνατότητα κατανάλωσης και η ανταγωνιστική της θέση έναντι του «εξωτερικού», αλλά και η πολιτική σκηνή δεν θέλει να εμπλακεί, ξανά, σε «περιπέτειες».