Ένα πάρα πολύ θετικό στοιχείο στις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η Ελλάδα δεν θα έχει μόνο πρωτιά στη μείωση του (πολύ υψηλού και πάλι) δημοσίου χρέους και τριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από αυτόν που θα επιτύχουν κατά μέσο όρο τα κράτη της Ευρωζώνης, αλλά καταγράφει και την πιο έντονη πρόθεση του επιχειρηματικού κόσμου για επενδύσεις και το 2024. Η εν λόγω επίδοση είναι σημαντική γιατί δείχνει το «κλίμα» που υπάρχει.
Έχει, όμως, εξίσου μεγάλη σημασία να αδραχθεί η ευκαιρία. Και τούτο γιατί πανευρωπαϊκά (και στην Ελλάδα) καταγράφεται μία πρώτη τάση επιβράδυνσης της «διάθεσης» επένδυσης από τις επιχειρήσεις, λόγω κυρίως της δυσμενούς παγκόσμιας συγκυρίας.
Αναφορικά με την επενδυτική έρευνα, η Ελλάδα καταγράφει τις πιο θετικές απαντήσεις και στον κλάδο της μεταποίησης με τους μάνατζερ να δηλώνουν πρόθεση κατά 40% αυξημένη για επενδύσεις, αλλά και στον κλάδο των υπηρεσιών όπου η θετική πρόθεση φτάνει στο 50% περίπου. Την ίδια «πρωτιά» είχε η Ελλάδα και το 2023.
Έχουμε και μία άλλη πρωτιά: εκτιμάται πως η Ελλάδα θα έχει την ισχυρότερη δαπάνη ως αναλογία του ΑΕΠ σε όρους επενδύσεων που θα χρηματοδοτούνται από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) έως το 2026.
Ίσως μάλιστα το ένα επίτευγμα να συνδέεται με το άλλο: δηλαδή τα δάνεια και οι επιδοτήσεις των 36 δισ. ευρώ που πρέπει να δαπανηθούν έως το τέλος του 2026 (με βάση τον σημερινό προγραμματισμό της ΕΕ) στηρίζουν (μαζί προφανώς με τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας), τις ισχυρές αυτές επενδυτικές προσδοκίες.
Εδώ αρχίζει και το μεγάλο στοίχημα: πρώτα από όλα τα λεφτά αυτά από τα κοινοτικά κονδύλια του RRF (που είναι πάρα πολλά, πάνω από το 5% του ΑΕΠ), πρέπει να φτάσουν στον… προορισμό τους. Διότι η Ελλάδα ναι μεν είναι ένα κράτος που μειώνει ταχύτατα το χρέος της, αλλά παραμένει το κράτος με το υψηλότερο χρέος ως αναλογία του ΑΕΠ. Και έτσι θα πρέπει από φέτος (έχει ήδη φανεί αυτό) να χαράξει μία αρκετά σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που θα αποτυπωθεί και στο ύψος του νέου κριτηρίου της «πορείας καθαρών δαπανών» που θα ανακοινωθεί στην Ελλάδα ως πρόταση της Κομισιόν στις 21 Ιουνίου.
Πέραν λοιπόν των υπολοίπων (προφανών) περιορισμών που προκαλεί αυτή η νέα πολυετής δημοσιονομική δέσμευση, περιορίζει και τις δυνατότητες για εθνικά χρηματοτούμενες επενδυτικές δαπάνες. Και αυτό όταν (σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), η Ελλάδα είναι πολύ χαμηλά: είναι το κράτος με τις πιο μικρές δαπάνες για επενδύσεις που χρηματοδοτούνται αμιγώς από τον κρατικό προϋπολογισμό (και όχι από το ταμείο ανάκαμψης ή από το ΕΣΠΑ και άλλες πηγές της ΕΕ).
Σε κανένα απολύτως κράτος της ΕΕ οι κρατικές επενδυτικές δαπάνες δεν είναι τόσο χαμηλές (2% του ΑΕΠ) παρά το γεγονός πως έχουν αυξηθεί από το 2019 σύμφωνα με την Κομισιόν. Και προς το παρόν, η «παρτίδα» του τελικού ύψους των επενδυτικών δαπανών δεν σώζεται τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο από το ΕΣΠΑ...
Αν βάλουμε στη «συνάρτηση» και τα θέματα της γήρανσης του πληθυσμού, της κλιματικής κρίσης που χτυπά πιο έντονα στα κράτη του Νότου (και προφανώς στην Ελλάδα), αλλά και τα υπόλοιπα διεθνή οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά πεδία, (ειδικά στη γειτονιά μας), τότε το στοίχημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
Να μην ξεχνάμε ότι λόγω συνθηκών που εμείς ως χώρα δεν ελέγχουμε, θεωρείται πλέον πολύ μεγάλη επιτυχία ένας ρυθμός ανάπτυξης πέριξ του 2,5% ο οποίος είναι τροφοδοτούμενος (προς το παρόν) κατά το ήμισυ τουλάχιστον από το κοινοτικό χρήμα. Και ναι, έχει ανοίξει η «κουβέντα» για νέο χρήμα μετά το 2026, αλλά είναι σημαντικό αυτή η θετική επενδυτική πρόθεση του επιχειρηματικού κόσμου να γίνει πράξη, να στηριχθεί και να ενισχυθεί. Για να δημιουργηθεί μία αυτόνομη και αυτοτροφοδοτούμενη αναπτυξιακή διαδικασία στη χώρα μας που θα προσφέρει εισόδημα, θέσεις απασχόλησης και θα προφυλάσσει από δύσκολους καιρούς που μπορεί να έρθουν.