Σύμφωνα με τη Eurostat ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (που μετρά τη μεταβολή σχέση σε σχέση με έναν χρόνο πριν), είχε μια επιβράδυνση στο ρυθμό ανόδου τον Μάιο. Δηλαδή ο δείκτης δεν κατάγραψε μείωση τιμών αλλά βραδύτερη άνοδο (κατά 2,3% από 3,2% τον Απρίλιο), επιπλέον της ανόδου που κατεγράφη τον Μάιο του 2023. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν για όλα τα κράτη της Ευρωζώνης την πορεία των τιμών με έτος βάσης το 2015, δείχνουν δηλαδή πόσο αυξήθηκαν οι τιμές σε σχέση με την τότε κατάσταση σε κάθε κράτος και σε κάθε είδος/υπηρεσία, μέσα στον χρόνο. Προσοχή: στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια είχαμε δημοσιονομική και εισοδηματική κρίση και άρα «ακινησία» τιμών.
Τώρα λοιπόν που έχουμε διεθνή κρίση τιμών έχει ενδιαφέρον να δούμε σε ποια αγαθά και σε ποιες υπηρεσίες οι τιμές στην Ελλάδα αυξάνονται πιο γρήγορα από ό,τι στην Ευρωζώνη (ή μειώνονται πιο αργά). Αλλά και τι έγινε συνολικά και για ποιo λόγο.
Δυστυχώς, σύμφωνα με τον πίνακα, οι τεράστιες ανατιμήσεις (σε σχέση με την Ευρωζώνη) είναι υπαρκτές όχι μόνο σε βασικά τρόφιμα που παράγει η χώρα (όπως το λάδι ή οι πατάτες, τα φρούτα, κρέας και ψάρια) και άλλα είδη διατροφής όπως ο καφές το τσάι ή ποτά αλλά και σε πολλές υπηρεσίες: από τις αερομεταφορές (που είναι πρώτες στη λίστα), έως τον τουρισμό, την ένδυση, τα φάρμακα, την ιδιωτική παιδεία ή την υγεία.
Να πούμε και το «καλό»: πως συνολικά ο δείκτης αυξήθηκε από το 2015 πιο λίγο από ότι στην ΕΕ όχι μόνο λόγω της δημοσιονομικής κρίσης αλλά και των παρεμβάσεων που ελήφθησαν κατά την ενεργειακή κρίση και οδήγησαν σε συνολικά πολύ πιο συγκρατημένη άνοδο τιμών στο αέριο, στο ρεύμα, σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Πέτυχε λοιπόν η στήριξη αλλά τώρα που η αγορά επιβάλλεται (από την ΕΕ) να λειτουργήσει χωρίς «σωσίβιο», πρέπει όλοι να αναλάβει το βάρος των ευθυνών.