Πολλά πρέπει να γίνουν ακόμα στο πεδίο των συνθηκών ανταγωνισμού, του κράτους δικαίου, της φοροδιαφυγής, της γραφειοκρατίας και της διαφάνειας στις συναλλαγές του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και σε πολλά άλλα μέτωπα. Πρόκειται για μία θέση, η οποία μεταφέρεται από την κυβέρνηση, από εθνικούς φορείς όπως η ΤτΕ ή το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, αλλά και από τις νέες κατευθύνσεις πολιτικής που δόθηκαν στην Αθήνα. Ναι, δεν είναι κάτι καινούργιο, αφορά σε ανοικτά μέτωπα δεκαετιών που πρέπει, επιτέλους, να επιλυθούν.
Μόνο που, από εδώ και πέρα, δημιουργείται ένας επιπλέον και πιο ιδιότυπος «γόρδιος δεσμός» εξαιτίας αυτών των μετώπων. Που καθιστά την επίλυσή τους πιο επείγουσα.
Το νέο μέτωπο συνδέεται με τον «νεόφωτο» κανόνα καθαρών πρωτογενών δαπανών που πήρε τη «σκυτάλη» από τα πρωτογενή πλεονάσματα και θα ορίζει τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας για πολλά - πολλά χρόνια. Το ανώτατο όριο ετήσιας αύξησης των εν λόγω δαπανών κατά 3%- 3,2% που εστάλη στην κυβέρνηση στις 21 Ιουνίου, βάζει μία «οροφή» στη δυνατότητα του κράτους να προχωρήσει σε ενίσχυση των επενδύσεων, των παροχών, των δαπανών για παιδεία, υγεία κλπ.
Το όριο θα επικυρωθεί από το Συμβούλιο (σε περίπου αυτά τα ύψη) έως το τέλος του έτους και οι διέξοδοι, είναι μόνο δύο. Παραπάνω άνοδος δαπανών (πέραν δηλαδή του ανώτατου ορίου), είναι εφικτή μόνο αν συνοδευθεί είτε με αποδεδειγμένα παραπάνω κρατικά έσοδα (τα οποία ωστόσο θα πρέπει να προέλθουν ή από επιπλέον «χαράτσια» ή να δημιουργηθούν… υγιώς από την πάταξη της φοροδιαφυγής και από την ισχυρότερη ανάπτυξη), είτε να επανυπολογιστεί από τις Βρυξέλλες αυτή η «οροφή» δαπανών στο μέλλον.
Πώς μπορεί να επανυπολογιστεί; Οι νέοι κανόνες λένε πως η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο ονομαστικό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Δηλαδή, δεν θα πρέπει να είναι ταχύτερη από την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Άρα, η λύση είναι να τονωθεί επιπλέον η οικονομία και αυτή η τόνωση έρχεται από τις μεταρρυθμίσεις που θα άρουν τις αγκυλώσεις. Έτσι, λοιπόν, αρχίζει να υφαίνεται αυτός ο γόρδιος δεσμός των μεταρρυθμίσεων.
Μάλιστα, οι Βρυξέλλες θα κάνουν τους υπολογισμούς (στο μέλλον, γιατί μιλάμε για το νέο πλέγμα επιτήρησης 10ετιών) για το πόσο ψηλά μπορεί να πάει ο πήχης της ανάπτυξης και των δαπανών όχι με βάση στρατηγικές που αναγγέλλονται, αλλά με βάση όσα έχουν ήδη γίνει και αποδώσει. Άρα, η κατάσταση – δημοσιονομικά – θα βελτιωθεί μόνο αν οι τομές που απομένουν, υλοποιηθούν και φέρουν απτό αποτέλεσμα, ενισχύοντας την αναπτυξιακή δυναμική.
Ναι, είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα έχοντας και φέτος ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ πολύ πάνω από 2%, τα πάει πολύ καλά, έχει επίδοση υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ΕΕ. Ναι, ο στόχος πρωτογενών δαπανών που τέθηκε πέρυσι για φέτος (στο 2,6% του ΑΕΠ) πιάστηκε και μάλιστα με άνεση, γι' αυτό και τόσο καιρό συζητούσαν στις Βρυξέλλες για πιο υψηλό στόχο δαπανών περί το 3%.
Αλλά, η «άνεση» αυτή με την οποία πέτυχαμε τους στόχους (λαμβάνοντας εύσημα για τη δημοσιονομική προσαρμογή του 2023-2024), συνοδεύθηκε από θυσίες: συνοδεύθηκε από την πλήρη απόσυρση των μέτρων στήριξης και από τη λήψη πολύ λελογισμένων νέων παρεμβάσεων, τόσο λελογισμένων που δεν δόθηκε – θυμίζουμε - φέτος καν το έκτακτο επίδομα του Πάσχα και ας «ζύγωναν» ευρωεκλογές. Για τον ίδιο λόγο, έχει εκ των προτέρων ξεκαθαρισθεί πως το πακέτο ελαφρύνσεων του 2025 είναι κάτω του 1 δισ. ευρώ...
Πάμε, λοιπόν, καλά στους δείκτες ανάπτυξης, αλλά για μία χώρα με υψηλό χρέος και με πολλές ανάγκες, μία χώρα που πρέπει να συγκλίνει (και εισοδηματικά) με την ΕΕ, τούτο δεν είναι αρκετό. Και καθώς οι διεθνείς κίνδυνοι συνεχίζουν να μαίνονται, οι κινήσεις θωράκισης είναι απολύτως αναγκαίες. Είναι αναγκαίες και για να έχουμε πιο πολύ «χώρο» με βάση τους νέους κανόνες, αλλά και (γενικότερα), για να διασφαλισθεί η ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία.