Όταν λέγαμε κλιματική κρίση πρώτα έρχονταν στο μυαλό το ενεργειακό μέτωπο που ακόμη μαίνεται (όπως φαίνεται και από τους λογαριασμούς ρεύματος) αλλά και οι φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες και τα πολλά άλλα δεινά που γίνονται όλο και πιο έντονα και επικίνδυνα). Τα παραπάνω μέτωπα έρχονται ακόμη πρώτα ως προτεραιότητα όχι μόνο στην σκέψη αλλά και στην «τσέπη» της ΕΕ, στον κουμπαρά των κονδυλίων που διανέμει (πχ ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης). Και τούτο γιατί προφανώς χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, αλλά και γιατί αφορούν στο σύνολο των κρατών της ΕΕ.
Ωστόσο, ένα άλλο οξύτατο μέτωπο της κλιματικής κρίσης, που επίσης έχει φτάσει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, είναι αυτό της λειψυδρίας. Είναι μάλιστα ένα μέτωπο με πολλαπλή σημασία αφού είναι μία δυνάμει αιτία των παραπάνω φυσικών καταστροφών (πλημμύρες, πυρκαγιές), αλλά και έχει άμεση σχέση με την ενεργειακή μετάβαση σε ΑΠΕ. Καθιστά εξαιρετικά φλέγον το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
Προς το παρόν όμως τα σήματα κινδύνου για λειψυδρία είναι ορατά κυρίως στον Νότο της ΕΕ. Οι κραυγές αγωνίας από τις περιοχές και από τους κλάδους που ήδη πλήττονται μεταφέρουν ένα πρόβλημα που έβραζε εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Τα στοιχεία της Κομισιόν δείχνουν πως η λειψυδρία είναι πιο συχνή στη Νότια Ευρώπη, όπου περίπου το 30% του πληθυσμού της ζει σε περιοχές με μόνιμο πρόβλημα και το 70% του πληθυσμού ζει σε περιοχές με εποχικές πιέσεις κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών ου καλοκαιριού. Το πιο μεγάλο πρόβλημα το έχει η Κύπρος, μετά η Μάλτα και μετά η Ελλάδα….
Τα παραπάνω στοιχεία είναι από την φετινή Έκθεση Συνοχής της ΕΕ, αλλά αποτυπώνουν τα δεδομένα του 2019. Το πρόβλημα λοιπόν είναι γνωστό, το σήμα κινδύνου εκπέμπεται εδώ και χρόνια και η Ελλάδα το «παλεύει» με τα κονδύλια που της δίνουν. Η κατανομή στον τομέα «ύδατα» δεν είναι πλουσιοπάροχη, αφού είπαμε η ΕΕ δίνει έμφαση κυρίως στην ενέργεια όταν μιλά για κλιματική κρίση/μετάβαση.
Η Ελλάδα λοιπόν πρέπει, τα λεφτά που της δίνουν, αφενός να τα αξιοποιήσει πλήρως (κάτι που είναι από μόνο του ένα μεγάλο στοίχημα γιατί πολλά πρέπει να διατεθούν από τις περιφέρειες και από τους αρμόδιους φορείς) και αφετέρου να διεκδικήσει επιπλέον χρηματοδότηση, δηλαδή πρόσθετα κονδύλια από την ΕΕ. Γιατί τα λεφτά δεν φτάνουν να καλύψουν τις πολύ μεγάλες ανάγκες.
Ποια είναι η εθνική στρατηγική; Στα έγγραφα για τον σχεδιασμό για το ΕΣΠΑ που τώρα τρέχει αναφέρεται ενδεικτικά για το πρόβλημα πως «στον τομέα των της διαχείρισης των υδάτινων πόρων «παρατηρούνται υψηλά ποσοστά διαρροών των υφιστάμενων δικτύων ύδρευσης, απαιτούνται επενδύσεις και δράσεις διαχείρισης για την πλήρη εφαρμογή των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών. Απαιτείται επίσης η βελτίωση της κατάστασης πολλών επιφανειακών και υπόγειων υδάτινων συστημάτων, η διακρατική συνεργασία για τις διασυνοριακές λεκάνες απορροής ποταμών και η εξειδίκευση και εφαρμογή των μέτρων της Θαλάσσιας Στρατηγικής. Σημαντικές είναι οι ανάγκες διαχείρισης λυμάτων καθώς και η υιοθέτηση ενός σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου διαχείριση της ιλύος και επάρκειας/ποιότητας πόσιμου νερού σε νησιωτικές και δυσπρόσιτες περιοχές, αλλά και η ολοκλήρωση παρεμβάσεων έναντι διάβρωσης του αιγιαλού. Παράλληλα, είναι σημαντικό να ενδυναμωθούν και να υποστηριχθούν κατάλληλα οι φορείς σχεδιασμού, υλοποίησης και διαχείρισης και λειτουργίας των έργων υποδομής».
Με άλλα λόγια, όπως και στην ενεργειακή μετάβαση, έτσι και στο πεδίο των υδάτων η Ελλάδα έχει πολλές ανάγκες (και λόγω των παλαιών και ανεπαρκών δικτύων και της αποσπασματικής διαχείρισης που γίνεται, αλλά και λόγω των νέων προκλήσεων) και πρέπει να κλείσει πολλά μέτωπα. Ο λόγος για μέτωπα που εκτείνονται από τις υποδομές έως και τη διπλωματία υδάτων με τα Βαλκάνια.
Οι ανάγκες αυτές πλέον δεν είναι «θεωρητικές», η κρίση είναι εδώ. Είναι οξύτατη και δεν αφορά μόνο στην αγροτική παραγωγή και στον τουρισμό, αλλά συνολικά στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Άλλωστε το νερό είναι ΤΟ βασικό αγαθό.
Το θέμα των υδάτινων πόρων πρέπει να γίνει κεντρικό ζήτημα σε εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εγχωρίως με μία στρατηγική η οποία θα πρέπει να επικαιροποιηθεί, να ενισχυθεί (θεσμικά και χρηματοδοτικά), αλλά και να διασφαλισθεί πως θα πετύχει στην πράξη. Σε επίπεδο ΕΕ με ισχυρή θέση στην μάχη για το τι θα γίνει μετά το 2026 στα κονδύλια και στις δυνατότητες που θα έχουν τα κράτη στα χέρια τους για να αντιμετωπίσουν μία κρίση λειψυδρίας και ερημοποίησης που αφορά (προς το παρόν) κυρίως τον Νότο της Ευρώπης.