Ο πρώτος 4ετής προϋπολογισμός (Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό- Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028) εστάλη στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν και για τα 27 κράτη ΕΕ, επιβεβαιώνοντας ακόμα πιο ξεκάθαρα και την -πολύ καλή- πρόοδο της Ελλάδας, αλλά και μια νέα πραγματικότητα: την πολύ - πολύ «σφικτή» πολιτική ανόδου δαπανών που καθιστά επιτακτική την ανάγκη, άμεσα, να αναπτυχθούν νέες «δεξαμενές» για μέτρα στήριξης από την πάταξη της φοροδιαφυγής (που έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει) αλλά και από τον περιορισμό της σπατάλης στο δημόσιο χρήμα, ένα πεδίο στο οποίο μένει ακόμη πολύς και ανηφορικός δρόμος να διανυθεί από όλη την κρατική μηχανή.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την... αρχή για να δούμε πού φτάσαμε, τι πετύχαμε αλλά και τι προκλήσεις έχουμε. Το βασικότερο, λοιπόν, μήνυμα του νέου πολυετούς προϋπολογισμού είναι πως η Ελλάδα επέστρεψε σε συνθήκες κανονικότητας. Μπορεί να διαπραγματεύεται, να πετυχαίνει καλύτερους όρους (πχ πιο υψηλό όριο στον νέο κρίσιμο κανόνα ανόδου δαπανών) ή να επιλέγει την ασκούμενη πολιτική. Η χώρα επιτυγχάνει πλεονάσματα όταν μεγάλα κράτη της ΕΕ παλεύουν με υπερβολικά ελλείμματα και ζητούν παρατάσεις (πχ Γαλλία). Διασφαλίζει (και με την συνδρομή των κονδυλίων της ΕΕ) υψηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με τους εταίρους της, αλλά και ολοκληρώνει τις πράξεις «ομαλοποίησης» του χρέους, όπως φαίνεται και από το σταδιακό (1/3ο ετησίως) άδειασμα του «κουμπαρά» διαθεσίμων των 15,7 δισ. και από τις άλλες κινήσεις «ομαλοποίησης» της καμπύλης του χρέους.
Ακόμη και η (ετήσια πλέον) κάθοδος των θεσμών στην Αθήνα (9-11/10) για την μεταπρογραμματική εποπτεία, δεν μοιάζει καθόλου με το παρελθόν. Δεν φοβίζει. Ωστόσο, θυμίζει το εξής: πως οι θεσμοί είναι εδώ, γιατί πρέπει να αποπληρώσουμε τα (πολλά) δάνεια που λάβαμε. Γιατί το χρέος (παρά όλες αυτές τις κινήσεις και τις επιτυχείς προσπάθειες) παραμένει πολύ υψηλό.
Για να διαφυλαχθεί, λοιπόν, η τροχιά αποκλιμάκωσης του χρέους, το περιθώριο δαπανών που συμφωνήθηκε (και θα υλοποιήσει η Αθήνα) όχι μόνο την προσεχή 4ετία αλλά και για πολλά χρόνια μετά, οδηγεί σε μία πολιτική πολύ μικρών κινήσεων για επιπλέον μείωση φόρων ή για αύξηση παροχών.
Η μέση ετήσια αύξηση δαπανών κατά μέσο όρο μπορεί να είναι 3,5 δισ. ευρώ ετησίως τα επόμενα 4 χρόνια. Από αυτά τα λεφτά, το πιο μεγάλο μέρος έχει ήδη δεσμευθεί για τα «πάγια»: 1 δισ. ευρώ για αυξημένες (λόγω πληθωρισμού και άλλων αιτιών) λειτουργικές δαπάνες (ηλεκτρισμού, ενοικίων, καυσίμων, φαρμάκων κλπ), ακόμη 1 δισ. ευρώ για συντάξεις, ενώ για άμυνα θα δοθεί ένα επιπλέον ποσό που θα ανεβοκατεβαίνει από 0,16 δισ. έως 0,86 δισ. ευρώ (το 2025).
Απομένουν, λοιπόν, προς «διάθεση» δαπάνες 1 δισ. ευρώ και από τα μέτρα που ήδη δρομολογεί η κυβέρνηση έχει καλυφθεί το ήμισυ. Άρα, μας μένει «χώρος» 500 εκατ. ετησίως για επιπλέον κινήσεις, ώστε να φύγουν σταδιακά τα (μεγάλα ακόμα) βάρη που έχουν αφήσει τα μνημόνια αλλά και για κινήσεις στήριξης που είναι ο απολύτως αναγκαίες, αφού οι τιμές θα αυξάνονται έστω και βραδύτερα (κατά 2% ετησίως ως χώρα που αναπτύσσεται), και υπάρχουν μεγάλες υστερήσεις σε δαπάνες υγείας, παιδείας, στο κοινωνικό κράτος, στην πρόληψη και στην αποκατάσταση από την κλιματική κρίση, σε νέα μέτωπα όπως η γήρανση του πληθυσμού.
Προφανώς, ο βασικότερος τρόπος για να αυξήσεις την ευημερία, είναι ισχυρότερη ανάπτυξη. Και τούτο, συνδέεται και με το τι θα γίνει από πλευράς κονδυλίων ΕΕ μετά το 2026 αλλά και με την εγχώρια δυναμική, που δεν συνδέεται μόνο με την επιχειρηματικότητα αλλά και με τη γήρανση. Αλλά, αυτό είναι... άλλο μεγάλο θέμα που απαιτεί μακροχρόνια στρατηγική.
Στο άμεσο μέλλον, όπως είπε και η ηγεσία του ΥΠΕΘΟ, δύο είναι οι «δεξαμενές» για επιπλέον περιθώριο, δηλαδή για μόνιμη άνοδο εσόδων και για μόνιμη μείωση των δαπανών πέραν των 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Το 1ο σκέλος είναι οι ενέργειες που μειώνουν τη φοροδιαφυγή (το σχέδιο σε αυτό το πεδίο ευτυχώς και ορθώς έχει δρομολογηθεί με μετρήσιμη πρόβλεψη για επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ έως το 2027).
Το 2ο σκέλος των δαπανών συνδέεται με την σπατάλη στο δημόσιο χρήμα. Εδώ, αριθμητικός στόχος δεν υπάρχει γιατί το ζήτημα είναι πολύ πιο περίπλοκο, εκτείνεται σε όλο το «ευρύ» δημόσιο και οι προσπάθειες που έγιναν στο παρελθόν, ακόμη και πριν τα μνημόνια, δεν έφεραν σημαντικά οφέλη. Μάλιστα, τον καιρό των μνημονίων αυτή η αποτυχία οδήγησε σε οριζόντιες περικοπές δαπανών (πχ ο στόχος του 1ου μνημονίου για μείωση της σπατάλης κατά 1,5 δισ. ευρώ στους ΟΤΑ έφερε τελικά αποτέλεσμα 500 εκατ. ευρώ, και η υπόλοιπη περικοπή ήρθε από το κοινωνικό κράτος). Ανάλογα χαμηλές ήταν επιδόσεις και τα υπόλοιπα χρόνια στις προσπάθειες που έγιναν.
Τούτο, μάλιστα, έχει οδηγήσει τους θεσμούς να επιμένουν ακόμη και σήμερα τόσο πολύ στο πεδίο της συρρίκνωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς ιδιώτες (που ακόμα παραμένει ζητούμενο). Το θεωρούν σαν ένα crash test του κατά πόσο πραγματικά ελέγχεται το «ευρύ» Δημόσιο. Η κυβέρνηση συνεχίζει να προσπαθεί. Και πέρυσι, και φέτος και του χρόνου διεξάγεται speding review (επισκόπηση δαπανών). Η επιτυχία της εν λόγω κίνησης, όμως, δεν μπορεί να περιορίζεται από το έργο που γίνεται από το οικονομικό επιτελείο (όπως συμβαίνει στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό).
Πρέπει να συνδέεται με τη βούληση και την δυνατότητα να ελεγχθεί και να ξεριζωθεί κάθε πηγή σπατάλης, σε κάθε φορέα κάθε υπουργείου, κάθε περιφέρειας, κάθε οργανισμού: από προμήθειες και συμβάσεις, έως μικροαγορές, έξοδα μετακίνησης ή κάθε άλλη μικρή χρηματικά κίνηση. Αν θέλουμε, λοιπόν, να μειώσουμε τους φόρους και να αυξήσουμε τις κοινωνικές παροχές τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει προφανώς να συνεχισθεί το έργο στο πεδίο της φοροδιαφυγής αλλά και να δούμε πώς μπορεί το εν λόγω έργο να αποτελέσει και το παράδειγμα στην άλλη «πλευρά».
Δηλαδή, αν η χρήση όλων των νέων εργαλείων που τώρα υπάρχουν, μπορούν να προσδώσουν πλήρη διαφάνεια με αποκεντρωμένο και σε real time έλεγχο της κάθε μοναδιαίας δοσοληψίας του Δημοσίου. Έλεγχο και «ορατότητα», τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης ή της ανάθεσης μίας υποχρέωσης, και όχι όταν έρχεται ο «λογαριασμός».