Μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας θα μπορούν όσοι ενδιαφέρονται να γίνουν ανάδοχοι ή θετοί γονείς να υποβάλουν τη σχετική αίτηση, ενώ ο χρόνος αναμονής περιορίζεται στους 8 με 12 μήνες.
Ο νέος νόμος για την αναδοχή και την υιοθεσία, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, εισάγει μία ενιαία διαδικασία για την επιλογή αναδόχου ή θετού γονέα, η οποία γίνεται ηλεκτρονικά και είναι απολύτως διαφανής.
Ο υποψήφιος γονέας μπορεί να την παρακολουθήσει από το σπίτι του, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας και να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν σκοτεινές πλευρές, έτσι ώστε να μην αποθαρρύνεται.
Όλα τα παιδιά που πρόκειται να δοθούν για αναδοχή ή υιοθεσία, που σήμερα ζουν σε ιδρύματα, ή εγκαταλείπονται σε δημόσια νοσοκομεία και μαιευτήρια, εγγράφονται στα μητρώα ανηλίκων και αποκτούν υποχρεωτικά ηλεκτρονικό φάκελο της καταγωγής τους, ο οποίος συμπληρώνεται με ατομικό σχέδιο για την αποκατάστασή του.
Κάθε παιδί με την ενηλικίωσή του μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στο φάκελο και να μάθει για την καταγωγή του.
Σε ότι αφορά τον χρόνο αναμονής ενός υποψήφιου ανάδοχου ή θετού γονέα μειώνεται στους 8 με 12 μήνες με την ψηφιοποίηση όλων των σταδίων της διαδικασίας και με τη μεγάλη διεύρυνση του αριθμού των κοινωνικών λειτουργών που κάνουν την κοινωνική έρευνα.
Με το νέο πλαίσιο, εκατοντάδες εκπαιδευμένοι και πιστοποιημένοι κοινωνικοί λειτουργοί του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος (ΣΚΛΕ-ΝΠΔΔ) μπορούν να διεξάγουν την κοινωνική έρευνα, μειώνοντας, έτσι, το χρόνο αναμονής στο ελάχιστο.
Όπως ανέφερε η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, προαναγγέλοντας την έναρξη της εφαρμογής του νέου νόμου για την αναδοχή και την υιοθεσία, θα υπάρχουν διαφανείς διαδικασίες, καθώς, όπως είπε, τόσο το κράτος όσο και ο κάθε εμπλεκόμενος (υποψήφιος θετός ή ανάδοχος γονιός), έχουν τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να παρακολουθούν τη διαδικασία.
Σύμφωνα με την κα Φωτίου, ο νόμος ορίζει ότι εντός 48 ωρών, το παιδί πρέπει να αποκτά ηλεκτρονικό φάκελο ενώ για όλα τα παιδιά που βρίσκονται ήδη στα ιδρύματα, πρέπει να δημιουργηθεί ο ηλεκτρονικός φάκελός τους.
Μεταξύ άλλων, η κυρία Φωτίου σημείωσε ότι μέχρι τώρα, οι κοινωνικοί λειτουργοί που μπορούσαν να διεξάγουν την κοινωνική έρευνα, ήταν ελάχιστοι και απασχολούνταν στα Κέντρα Κοινωνικής Προστασίας και στις Περιφέρειες.
«Πλέον, όλοι οι πιστοποιημένοι κοινωνικοί λειτουργοί από τον Σύνδεσμο Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας αναλαμβάνουν να κάνουν τη σύνταξη της κοινωνικής έρευνας» συμπλήρωσε.