Η ανεργία –όπως αναμενόταν- σκαρφαλώνει συνεχώς και ο χειμώνας αναμένεται βαρύς. Τα επιδόματα δίνουν μια ανάσα στους πληγέντες, όπως και τα προγράμματα επιδότησης της εργασίας.
Όμως κακά τα ψέματα, χωρίς μαζικές επενδύσεις και δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας, δεν υπάρχει περίπτωση να ορθοποδήσουμε σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Αντίδοτο στα παραπάνω προβλήματα φιλοδοξεί να είναι το «πακέτο» των 72 δισ. ευρώ, το οποίο, τόσο μέσα από το ΕΣΠΑ όσο και από το Ταμείο Ανάκαμψης θα φέρει στη χώρα μέσα στα επόμενα χρόνια χρήματα ικανά να αλλάξουν για πάντα το παραγωγικό μοντέλο.
Σίγουρα, το πρόσημο των χρημάτων αυτών θα είναι αναπτυξιακό. Μπορεί ένα τμήμα τους να κατευθυνθεί όντως στη στήριξη της οικονομίας με βραχυπρόθεσμη ρευστότητα –και ενδεχομένως να πρέπει- αλλά η πλειονότητα θα «πέσει» σε επενδύσεις με γνώμονα την ανάπτυξη.
Όλα καλά μέχρι εδώ. Το θέμα είναι τι επενδύσεις θέλουμε. Και εδώ έγκειται το αιρετικό της άποψης, αλλά και το μεγάλο ζήτημα για την κυβέρνηση και όσους σχεδιάζουν τη διάθεση των χρημάτων.
Ο εύκολος αν θέλετε δρόμος είναι να πάμε σε μαζικές επενδύσεις που θα φέρουν υπεραξία στην οικονομία, ρευστότητα στις επιχειρήσεις και μεροκάματα στον κόσμο που θα δουλέψει για την ανάπτυξή τους. Και προφανώς χρήματα στις τσέπες των (συν)επενδυτών. Ουδέν μεμπτόν, η οικονομία το χρειάζεται, ο κόσμος το χρειάζεται και η κυβέρνηση το επιθυμεί.
Τι γίνεται όμως τη μεθεπόμενη ημέρα; Όταν οι κατασκευές θα ολοκληρωθούν, οι επενδύσεις σε ΑΠΕ θα ξεκινήσουν να δουλεύουν και ο κόσμος που δουλεύει στα εργοτάξια θα πάει σπίτι του;
Εδώ είναι και το μεγάλο ζήτημα. Γιατί η Ελλάδα σίγουρα έχει ανάγκη τη βραχυπρόθεσμη «ανάσα», πρέπει όμως να δει ταυτόχρονα και τη μακροπρόθεσμη εικόνα.
Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε επενδύσεις που θα δημιουργήσουν πολλές και κυρίως σταθερές θέσεις εργασίας. Μέσα από εταιρικά σχήματα που θα αντέξουν στο χρόνο, θα μεγαλώσουν και θα συνεχίσουν να δίνουν δουλειά. Ποιες είναι αυτές; Ο πρωτογενής τομέας σίγουρα αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Η στρεμματική απόδοση στην Ελλάδα είναι ένα ψήγμα της αντίστοιχης της Ολλανδίας, για να συγκρίνουμε δύο χώρες με πολλές αντιστοιχίες. Έτσι, καταλήγουμε να εισάγουμε μαζικά κτηνοτροφικά προϊόντα, αντί να τα παράγουμε οι ίδιοι. Και, όσο οι οικονομικές συνθήκες αλλάζουν, η ανάγκη της αυτάρκειας γίνεται πιο επιτακτική.
Αντίστοιχα, επενδύσεις για δημιουργία θέσεων εργασίας μπορούν κάλλιστα να προκύψουν και από το δευτερογενή τομέα. Ναι, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να δημιουργήσουμε βιομηχανίες επιπέδου πολυεθνικών. Όμως υπάρχει χώρος για ανταγωνιστικές, μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις που μπορούν και να επιβιώσουν και να δώσουν δουλειές.
Όσο για τον τριτογενή τομέα, η Έρευνα και Ανάπτυξη έχει όλα τα φόντα να προσφέρει ποιοτικές, σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Με άλλα λόγια, ευκαιρίες και δυνατότητες υπάρχουν, ώστε και η οικονομία να στηριχθεί αλλά και να δημιουργηθούν δουλειές στη χώρα. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίσουμε να τις αδράξουμε.