Το τελευταίο έτος της παρούσας διακυβέρνησης θα είναι γεμάτο μεταρρυθμίσεις, διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, από το βήμα του 7ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Ειδικότερα, στη συζήτηση που είχε με το δημοσιογράφο Μιχάλη Τσιντσίνη, έκανε λόγο για «προγραμματισμένες τέσσερις μεγάλες μεταρρυθμίσεις το επόμενο διάστημα»:
* Η πρώτη αφορά την ανώτατη εκπαίδευση, «έχει ήδη παρουσιαστεί στο Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει μια πολύ θετική ατζέντα», όπως είπε.
* Η δεύτερη μεταρρύθμιση αφορά τη δικαιοσύνη, που «πονάει ως προς το ζήτημα της ταχύτητας απονομής της, όχι στην ποιότητα». Έφερε δε, ως παράδειγμα αλλαγών - «καταλύτη» το χαρακτήρισε - τον τρόπο προαγωγής των δικαστών: «σήμερα δεν συνδέεται η απόδοση του δικαστή, η ταχύτητα με την οποία βγάζει αποφάσεις με την προαγωγή του. Αυτό περιλαμβάνεται στον Κώδικα Δικαστηρίων που έχει παρουσιαστεί στο Υπουργικό Συμβούλιο και θα ψηφιστεί το αμέσως επόμενο διάστημα στη Βουλή».
* Τρίτη μεταρρύθμιση, το πεδίο της υγείας: «θα δούμε μια ριζική αναμόρφωση της Πρωτοβάθμιας Υγείας, που δυστυχώς στη χώρα μας είναι ανύπαρκτη. Θα πάμε και στη Δευτεροβάθμια Υγεία, θα πάμε και σε νέο χάρτη», τόνισε διευκρινίζοντας ότι «θα δούμε αν θα προλάβουμε μέσα στον επόμενο χρόνο για τη Δευτεροβάθμια Υγεία». Υπάρχουν, ωστόσο, οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο του Ελλάδα 2.0., συμπλήρωσε.
Προχώρησε όμως, στο σημείο αυτό, και σε μια γενική επισήμανση: «στο παρελθόν φτιάχναμε νοσοκομεία, δικαστήρια και πανεπιστήμια ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και τα αιτήματα των βουλευτών».
* Τέταρτη μεταρρύθμιση, στην αγορά εργασίας: «πάμε και αλλάζουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ΟΑΕΔ, στην πράξη σήμερα είναι οργανισμός επιδομάτων. Δεν παρέχονται υπηρεσίες από τον ΟΑΕΔ να τους φέρει (σ.σ. τους άνεργους) σε επαφή με την αγορά εργασίας, με τις επιχειρήσεις, δεν τους εκπαιδεύει κατάλληλα για τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων και μένουν άνεργοι ή άεργοι, μακροχρόνια άνεργοι. Αυτό δεν είναι δουλειά ενός οργανισμού απασχόλησης».
Για τα ενεργειακά, υπογράμμισε τη θέση της κυβέρνησης ότι κινήθηκε πριν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, «ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο έχουμε λάβει μέτρα», είπε. Διευκρίνισε δε, ότι «η στροφή στο λιγνίτη είναι πρόσκαιρη, είναι ρεαλιστικά επιβεβλημένη, καθώς θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλους πόρους σε αντικατάσταση του φυσικού αερίου». Ωστόσο, συνέχισε, σε καμία περίπτωση δεν μεταβάλλεται το εθνικό ενεργειακό σχέδιο που έχει κατατεθεί και εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το 2028 και 2030, δεν αλλάζουν οι περιβαλλοντικοί στόχοι.
Υπό το πρίσμα εξάλλου ότι είναι οικονομικά ασύμφορος και περιβαλλοντικά επιβλαβής ο λιγνίτης, απάντησε στην κριτική που δέχεται η κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι «όποιος από την αντιπολίτευση διατυπώνει το μύθο του φθηνού ή καθαρού λιγνίτη λέει ψέματα στην κοινωνία».
Επίσης, «δεν υπάρχει κανένα θέμα επάρκειας ισχύος του συστήματος», διαβεβαίωσε ενώ αναφέρθηκε και στο εν εξελίξει ευρωπαϊκό debate, με κάποιες χώρες να έχουν συνταχθεί με την ελληνική πρόταση και να ζητούν παρέμβαση στην πηγή του προβλήματος, που είναι η στρεβλή λειτουργία της διεθνούς αγοράς διαμόρφωσης των τιμών του φυσικού αερίου. «Αυτό θα έλυνε το πρόβλημα χωρίς δημοσιονομικό κόστος. Θα ήταν μια παρέμβαση στις αγορές, αλλά υπό εξαιρετικές συνθήκες πρέπει να παρεμβαίνουμε και στις αγορές διότι δεν λειτουργούν κανονικά», είναι η θέση που διατύπωσε.
Για τα μέτρα στήριξης των πολιτών, δήλωσε ότι «οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει, στοχεύουν ακριβώς στη στήριξη των πιο ευάλωτων, και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υποφέρουν από τα πολύ υψηλά τιμολόγια και των ευάλωτων νοικοκυριών». Στο σημείο αυτό, μάλιστα, κάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα να πει «τι κατανάλωση, πόσες κιλοβατώρες καταναλώνει και πληρώνει ακριβό ρεύμα. Όλοι πρέπει να μπούμε σε μια λογική πιο υπεύθυνης κατανάλωσης», δήλωσε επ' αυτού.
Για το ζήτημα πώς και από ποια κόμματα θα κυβερνηθεί ο τόπος, τέλος, ο υπουργός Επικρατείας διεμήνυσε ότι «ο στόχος είναι η σταθερότητα, η προβλεψιμότητα, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούμε να έχουμε και πολιτικούς Φρανκενστάιν στις κυβερνήσεις. Η σταθερότητα πρέπει να συνοδεύεται από προγραμματική σύγκλιση. Για να υπάρξουν κυβερνήσεις συνεργασίας θα πρέπει να έχουν συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα, σε κάποιες βασικές πολιτικές επιδιώξεις και στόχους. Δεν βλέπω αυτή τη στιγμή με την αντιπολίτευση που γίνεται, να υπάρχει τέτοια σύγκλιση», παρατήρησε φέρνοντας το παράδειγμα των αλλαγών που κομίζει η κυβέρνηση στα πανεπιστήμια, αλλαγές που βρήκαν αντίθετους τόσο το ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία όσο και το Κίνημα Αλλαγής, όπως παρατήρησε.