Στην αναστολή προμήθειας φυσικού αερίου προς την Πολωνία και τη Βουλγαρία αλλά και στην αντίδραση της Γερμανίας στην πραγματοποίηση των ρωσικών απειλών επικεντρώνεται δημοσίευμα της Deutsche Welle, με το γερμανικό μέσο να θέτει το ερώτημα «αν τελικά η Ρωσία μπλοφάρει με την απειλή διακοπής προμήθειας αερίου στα κράτη-μέλη της ΕΕ».
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, προς το παρόν η γερμανική πλευρά αντιμετωπίζει τις πράξεις της Ρωσίας με σχετική ψυχραιμία, με τον γερμανικό κρατικό φορέα διαχείρισης του ενεργειακού δικτύου να τονίζει πως «επί του παρόντος η ενεργειακή επάρκεια της χώρας είναι εξασφαλισμένη», για να προσθέσει ότι «παρακολουθεί την κατάσταση με πολλή προσοχή».
Από την πλευρά του το υπουργείο Οικονομίας της Γερμανίας επισημαίνει ότι «η ροή του φυσικού αερίου παραμένει σε φυσιολογικά επίπεδα», αλλά καταγράφει «με ανησυχία» ότι έχουν ήδη σταματήσει οι ροές προς δύο ευρωπαϊκές χώρες, για αυτό παραμένει «σε στενό συντονισμό με την ΕΕ».
Ωστόσο, ο υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η Μόσχα να τερματίσει την παροχή ενέργειας προς τη Γερμανία μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, ενώ δηλώνει ευθαρσώς ότι σε αυτή την περίπτωση η γερμανική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο σοβαρής ύφεσης και κατηγορεί το Κρεμλίνο ότι «χρησιμοποιεί την ενέργεια ως όπλο». Εάν η Μόσχα, με τις απειλές της, ήθελε απλώς να εκτοξεύσει στα ύψη τις τιμές του φυσικού αερίου, ασφαλώς πέτυχε τον σκοπό της.
Το πρωί της Τετάρτης οι τιμές για συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης στο φυσικό αέριο αυξήθηκαν κατά 20,2%. «Οι επενδυτές φοβούνται ότι η Πολωνία και η Βουλγαρία ήταν μόνο η αρχή», επισημαίνει ο οικονομολόγος Μάρκους Ματίας Κόιπ στην ιστοσελίδα του πρώτου προγράμματος της γερμανικής τηλεόρασης (ARD).
«Ένα 10% είναι φυσιολογικό»
Ωστόσο, το μεσημέρι της Τετάρτης η αύξηση των τιμών περιορίστηκε γύρω στο 10%. Ο Ρόμπερτ Ρέτφελντ, αναλυτής στην εταιρεία χαρτοφυλακίου Wellenreiter, λέει στην ARD ότι «μία αύξηση γύρω στο 10% ως αντίδραση για το κλείσιμο της στρόφιγγας σε Πολωνία και Βουλγαρία είναι μάλλον φυσιολογική», γιατί αν δούμε τη μεγάλη εικόνα «οι τιμές παραμένουν κάτω από τα ανώτατα επίπεδα των τελευταίων έξι μηνών».
Για φυσιολογική αντίδραση της αγοράς κάνει λόγο και ο αναλυτής της Commerzbank Κάρστεν Φριτς, υπενθυμίζοντας ότι ο αγωγός Γιαμάλ, που μετέφερε φυσικό αέριο προς την Πολωνία, είχε ούτως ή άλλως υποβαθμισμένο ρόλο τους τελευταίους μήνες. «Από τον Ιανουάριο του 2022 οι ροές φυσικού αερίου μέσω Γιαμάλ δεν ξεπερνούν το 2% των συνολικών πωλήσεων της Ρωσίας προς την Ευρώπη», επισημαίνει.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο αν η Γερμανία μπορεί να επιβιώσει χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και αν η Ρωσία μπορεί να επιβιώσει χωρίς τις εξαγωγές της, εκτιμούν οι αναλυτές της ARD: «Σήμερα το 18% των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου διοχετεύεται στη Γερμανία, που είναι η μεγαλύτερη αγορά για τη Ρωσία», υπενθυμίζουν.
Ο Ματίας Κόιπ, οικονομολόγος στην στρατιωτική ακαδημία του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης (ETH), υποστηρίζει ότι το μποϊκοτάζ της Ρωσίας απέναντι στην Πολωνία και τη Βουλγαρία, χώρες που ούτως ή άλλως «δεν είναι σημαντικές αγορές για το φυσικό αέριο» αποτελεί κατά κύριο λόγο «μία κίνηση εκφοβισμού για χώρες όπως η Γερμανία, η οποία όμως δεν είναι αξιόπιστη». Μακροπρόθεσμα, υποστηρίζει ο Κόιπ, η Ρωσία «είναι σαν να πυροβολεί το γονατό της» με την τακτική αυτή, καθώς αποδεικνύει ότι είναι αναξιόπιστος πάροχος ενέργειας και συνομιλητής. «Στο μέλλον, οποιοσδήποτε έχει μία εναλλακτική λύση, θα αποφεύγει τη Ρωσία», προειδοποιεί ο γερμανός αναλυτής.
Αναθεώρηση των οικονομικών προβλέψεων
Παρουσιάζοντας πάντως την «εαρινή πρόγνωση» για την πορεία της γερμανικής οικονομίας, ο αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ αναγκάστηκε να αναθεωρήσει επί τα χείρω την συνολική πρόγνωση για το τρέχον έτος. Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, η πρόγνωση κυμαίνεται στο 2,2% ετησίως για το 2022 και 2,5% για το 2023. Το καλό νέο, αναφέρει ο Χάμπεκ, είναι ότι ήδη τους τελευταίους μήνες έχει μειωθεί σημαντικά η εξάρτηση από τω ρωσικό φυσικό αέριο: Ενώ πριν την έναρξη του πολέμου η Γερμανία εισήγαγε το 50% των αναγκών της από τη Ρωσία, σήμερα το ποσοστό έχει περιοριστεί στο 35%.
Πηγή: dw.com