Μπορεί ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν να χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και να διατηρήσει την εξουσία; Καθώς η αντεπίθεση της Ουκρανίας διαβρώνει τη θέση της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης, αυτό το ερώτημα λαμβάνει όλο και μεγαλύτερη προσοχή. Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο ενός πραξικοπήματος, είτε πρόκειται για ένοπλη εξέγερση από δυσαρεστημένους Ρώσους στρατηγούς, είτε για ανταρσία από τον στενό κύκλο του Κρεμλίνου.
Αν και δεν είναι αδύνατο, κανένα από αυτά δεν ενδεχόμενα είναι επί του παρόντος πολύ πιθανό. Στην πραγματικότητα, ένας διαφορετικός κίνδυνος είναι πιο εύλογος: Μια συνολική κατάρρευση του καθεστώτος, καθώς πολλαπλές προκλήσεις κατακλύζουν την ικανότητά του να αντιδρά και οι δυσλειτουργίες που προκύπτουν εξαντλούν την εμπιστοσύνη στην ηγεσία του Πούτιν.
Η όχι έξυπνη κίνηση... καριέρας
Το να χάσεις έναν πόλεμο είναι σπάνια μια έξυπνη κίνηση (πολιτικής) καριέρας. Η ιστορία είναι γεμάτη από δικτάτορες που εξαπέλυσαν αυτό που πίστευαν ότι θα ήταν σύντομες, νικηφόρες επιθέσεις, μόνο και μόνο για να εκπέσουν από την εξουσία όταν τα στρατεύματά τους άρχισαν να παραπαίουν. Παραδείγματα περιλαμβάνουν τον Γάλλο Ναπολέοντα Γ', ο οποίος αντιμετώπισε βιαστικά την Πρωσία του Ότο φον Μπίσμαρκ το 1870, και τον δικτάτορα στρατηγό της Αργεντινής Λεοπόλντο Γκαλτιέρι, ο οποίος αμφισβήτησε τη «Σιδηρά Κυρία», τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, στα Νησιά Φώκλαντ το 1982.
Ωστόσο, οι αποτυχίες στο μέτωπο δεν καταδικάζουν πάντα τους αυταρχικούς ηγέτες. Οι πολιτικοί επιστήμονες Giacomo Chiozza και Hein Goemans ανέλυσαν όλους τους πολέμους από το 1919 έως το 2003 και διαπίστωσαν ότι αν και η στρατιωτική ήττα αύξησε τις πιθανότητες βίαιης εκδίωξης ενός δικτάτορα, σε λίγο περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις, οι αυταρχικοί ηγέτες επιβίωσαν για τουλάχιστον ένα χρόνο μετά το τέλος του πολέμου. Και όσοι το κατόρθωσαν πέρασαν και πάλι σε αρκετά ασφαλές έδαφος. Ο Σαντάμ Χουσεΐν τυραννούσε το Ιράκ για 12 χρόνια μετά την καταστροφή των στρατευμάτων του στο Κουβέιτ το 1991. Λίγοι από τους Άραβες ηγέτες που έχασαν τους πολέμους τους εναντίον του Ισραήλ αντικαταστάθηκαν αμέσως.
Ο Πούτιν δεν έχει χάσει ακόμη και τα ρωσικά στρατεύματα μπορεί να καταφέρουν ακόμα να υπερασπιστούν ορισμένα από τα εδαφικά τους κέρδη. Αλλά ο πόλεμος έχει ήδη επηρεάσει τις σχέσεις του Πούτιν με κάποιους από το περιβάλλον του. Για να σώσει τα προσχήματα, επέρριψε την ευθύνη για την καταστροφική εισβολή του στους στρατιωτικούς ηγέτες και τους αξιωματικούς της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB), που ήταν υπεύθυνοι για τις κατασκοπευτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία και την αξιολόγηση της τοπικής γνώμης. Οκτώ στρατηγοί έχουν «απολυθεί, επανατοποθετηθεί ή με άλλον τρόπο παραγκωνιστεί» από τον Φεβρουάριο και ένας φέρεται να φυλακίστηκε.
Εν τω μεταξύ, «γεράκια» όπως ο πρόεδρος της Τσετσενίας Ραζμάν Καντίροφ,και ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν (ο οποίος, μεταξύ άλλων, ελέγχει την ισχυρή οργάνωση μισθοφόρων Wagner), εκφράζονται οργισμένα για τις αποτυχίες του στρατού, για τις οποίες κατηγορούν τον υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκου. Καθώς η Ουκρανία αντέδρασε αυτό το φθινόπωρο, υπερεθνικιστές σχολιαστές εμφανίστηκαν στο Διαδίκτυο και υποτίθεται ότι πίεσαν τον Πούτιν να κλιμακώσει την επίθεση. Κάποιοι έχουν αρχίσει να αναφέρουν ότι ένα πραξικόπημα από σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς και των άνδρες των υπηρεσιών ασφαλείας, θα μπορούσε να έρθει στο προσκήνιο.
Ωστόσο, τα εμπόδια σε ένα τέτοιο πραξικόπημα είναι τρομερά. Ο Πούτιν έχει στήσει το σύστημα με πολλές δικλείδες ασφαλείας για να αποτρέψει μια τέτοια προοπτική. Υπάρχουν πολλαπλές υπηρεσίες οι οποίες παρακολουθούν η μία την άλλη- από την FSB και τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (GRU) μέχρι την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας (FSO) και την Εθνική Φρουρά. Το στρατιωτικό τμήμα αντικατασκοπείας της FSB - το μεγαλύτερο στην υπηρεσία - έχει πράκτορες σε κάθε στρατιωτική μονάδα, ναυτικό σταθμό και βάση της πολεμικής αεροπορίας. Στο πλαίσιο της FSB, οι συχνές διώξεις για διαφθορά ή προδοσία από το τμήμα εσωτερικής ασφάλειας της ίδιας της FSB, έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα δυσπιστίας.
Είτε τυχαία, είτε από σχέδιο, οι κορυφαίοι επικεφαλής αυτών των οργανισμών ασφάλειας, έχουν λίγους ανεπίσημους δεσμούς μεταξύ τους ή με άλλους παράγοντες του Κρεμλίνου. Τρεις μελετητές κατέγραψαν πρόσφατα τέτοιους δεσμούς -που σχετίζονται με τις επιχειρήσεις, τις δραστηριότητες αναψυχής, τη φιλανθρωπία και τις οικογενειακές σχέσεις- μεταξύ των 100 Ρώσων με τη μεγαλύτερη επιρροή. Διαπίστωσαν ότι ο διευθυντής της FSB Αλεξάντερ Μπορτνίκοφ, είχε άτυπους δεσμούς μόνο με τον ίδιο τον Πούτιν. Ο υπουργός Εσωτερικών Βλαντιμίρ Κολοκόλτσεφ, ήταν ακόμη λιγότερο καλά συνδεδεμένος, με άμεσους δεσμούς μόνο με τον δήμαρχο της Μόσχας Σεργκέι Σομπιάνιν. Ο Γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας Νικολάι Πατρούσεφ και ο Διευθυντής της Εθνικής Φρουράς Βίκτορ Ζολότοφ, είχαν και οι δύο σχετικά αραιά δίκτυα. Όσοι έχουν οπλισμένους άνδρες υπό τις διαταγές τους δεν έχουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη να οργανώσουν μια συνωμοσία, και οποιαδήποτε απόπειρα να το πράξουν θα ήταν δύσκολο να κρυφτεί.
Όσο για τον Καντίροφ και τον Πριγκόζιν, η ιδέα ότι μπορούν να πιέσουν τον Πούτιν ή ακόμη και να κάνουν πραξικόπημα εναντίον του είναι τραβηγμένη. Και οι δύο είναι γενικά αντιδημοφιλείς και εξαρτώνται πλήρως από τον πρόεδρο για τη θέση τους στο Κρεμλίνο. Και οι δύο έχουν λίγους φίλους - και πολλούς εχθρούς - σε υψηλές θέσεις. Και για τους δύο, η προσπάθεια να εκδιώξουν τον Πούτιν θα ήταν αυτοκτονική.
Αντί να νιώθει πίεση από τέτοιους εθνικιστές, ο Πούτιν τους θεωρεί χρήσιμους. Οι εκκλήσεις τους για καταστροφή της μη στρατιωτικής υποδομής της Ουκρανίας, πιθανότατα ταιριάζουν με τις δικές του τάσεις - και η ανοιχτή προβολή ακραίων επιλογών τον βοηθά να μετρήσει την αντίδραση του κοινού. Υποστηρίζοντας τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, προσθέτουν αληθοφάνεια στις απειλές του Πούτιν.
Ταυτόχρονα, ο Πούτιν γνωρίζει ότι οι επιθέσεις του Πριγκόζιν στον Σοϊγκού ακολουθούν μια ιστορία προσωπικών και επαγγελματικών καυγάδων. Ο Σοϊγκού ακύρωσε πολύτιμα κρατικά συμβόλαια που κατείχαν οι εταιρείες του Πριγκόζιν. Τα «γεράκια» επηρεάζουν τον Πούτιν ενισχύοντας τα δικά του ένστικτα, ενώ κατά καιρούς διαμορφώνουν την ατζέντα. Αλλά αποτελούν μικρή απειλή.
Επίσης, δεν υπάρχει πραγματική πιθανότητα πραξικοπήματος από σχετικά μετριοπαθείς εντός του καθεστώτος. Όσοι εξακολουθούν να μιλούν με δημοσιογράφους - off the record - είναι καταθλιπτικοί και αγανακτισμένοι. Γκρινιάζουν για την έλλειψη διαβούλευσης και προγραμματισμού, ενώ προσπαθούν κρυφά να αποκλείσουν τα μέλη της οικογένειάς τους από το σχέδιο επιστράτευσης.
Οδεύοντας προς το τέλος
Αν και ένα πραξικόπημα είναι απίθανο σε αυτό το σημείο, το καθεστώς του Πούτιν είναι πιο ευάλωτο από ποτέ σε μια άλλη απειλή: Σε μια κατάρρευση που θα παραλύσει τα πάντα, καθώς οι συσσωρευμένες κρίσεις κατακλύζουν την ικανότητα λήψης αποφάσεων του Κρεμλίνου. Ο πόλεμος επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες του συστήματος, ωθώντας το προς την κατεύθυνση της κατάρρευσης.
Η δομή πολιτικής διοίκησης που έχτισε ο Πούτιν τα τελευταία 22 χρόνια έχει δύο βασικά ελαττώματα. Το συχνά αποκαλούμενο «κάθετο της εξουσίας», το σύστημα λήψης αποφάσεων στο Κρεμλίνο είναι περισσότερο μια πυραμίδα, με όλες τις γραμμές εξουσίας να κατεβαίνουν από το γραφείο του Πούτιν. Αυτό σημαίνει ότι κάθε σημαντικό ζήτημα πρέπει τελικά να διευθετηθεί στην κορυφή. Φυσικά, ο Πούτιν δεν αποφασίζει για όλα μόνος του. Συχνά παραχωρεί τα θέματα ρουτίνας σε ένα επίπεδο που οι ελίτ φατρίες διαπραγματεύονται -ή πολεμούν- τους. Οι Ρώσοι παρατηρητές αποκαλούν αυτό το σύστημα «αυτόματο πιλότο». Αλλά στα θέματα υψηλής προτεραιότητας -ή όταν οι υφιστάμενοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν- ο Πούτιν αναλαμβάνει για να επιβάλει εκ νέου τον «χειροκίνητο έλεγχο», συχνά μπροστά από τις τηλεοπτικές κάμερες για να μεταδώσουν την αποφασιστικότητά του.
Ένα υπερκεντρικό, συγκεντρωτικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει ανεκτά σε περιόδους ησυχίας. Οι σαφείς γραμμές διοίκησης βοηθούν ακόμη και σε μικρές κρίσεις. Αλλά η ανάγκη του Πούτιν να σταθμίσει προσωπικά το κάθε ζήτημα, γίνεται σοβαρό ελάττωμα όταν τα προβλήματα είναι πολύπλοκα και αναπτύσσονται γρήγορα. Το κέντρο κατακλύζεται γρήγορα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε διαδοχικά λάθη. Εν μέσω πιέσεων εν καιρώ πολέμου, ο Πούτιν πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις ανατροπές στο πεδίο της μάχης, τις συγκρούσεις των ελίτ, τις οικονομικές αποτυχίες, τη συρρίκνωση των εσόδων του προϋπολογισμού, την αναταραχή για την επιστράτευση και τις εργατικές διαμαρτυρίες. Και αυτή η λίστα αναμένεται μόνο να αυξηθεί. Καθώς αυξάνεται το βάρος, αυξάνεται και ο κίνδυνος απώλειας ελέγχου.
Το δεύτερο αδύνατο σημείο είναι η ανάγκη του Πούτιν να προβάλλει συνεχώς δύναμη. Όπως τα περισσότερα σύγχρονα αυταρχικά καθεστώτα, στηρίζεται σε ένα περίπλοκο παιχνίδι εμπιστοσύνης: Οι περισσότεροι από τους παράγοντες επιβολής του καθεστώτος παρακινούνται από τη διαφθορά και όχι από την πεποίθηση τους για αυτό, αλλά ενεργούν με βάση την πίστη ότι το σύστημα θα επιβιώσει. Όταν αυτή η πίστη ξεθωριάζει, το αποτέλεσμα δεν είναι πραξικόπημα, αλλά κωλυσιεργία, αδράνεια και τελικά λιποταξία. Στην πτώση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς το 2014, που οδήγησε στην κατάληψη της Κριμαίας από τον Πούτιν, ήρθε η κομβική στιγμή όταν η όποια πίστη στο πρόσωπο του Γιανουκόβιτς απλώς... έλιωσε. Και καθώς η εμπιστοσύνη στο «αφεντικό» εξατμίστηκε, το ίδιο εξανεμίστηκαν και οι υπερασπιστές του.
Η κατάρρευση δεν είναι σίγουρα αναπόφευκτη. Αλλά αν συμβεί, ποια θα ήταν η εξέλιξή της; Καθώς τα προβλήματα εντείνονται, πιθανότατα θα επιδεινώσουν το ένα το άλλο. Περαιτέρω απώλειες στο πεδίο της μάχης θα ενίσχυαν τη σύγκρουση μεταξύ των φατριών του Κρεμλίνου, τόσο στα γραφεία της Μόσχας όσο και στο διαδίκτυο. Οι διαμαρτυρίες για την επιστράτευση πιθανότατα θα ενισχυθούν καθώς οι στρατεύσιμοι πεθαίνουν στο μέτωπο και πιθανώς να συγχωνεύονται με διαδηλώσεις για καθυστερήσεις μισθών ή απολύσεις. Καθώς τα τοπικά hotspots φουντώνουν, οι κυβερνήτες μπορεί να αρχίσουν αυτοσχεδιάζουν, προσπαθώντας να λύσουν προβλήματα - τα δικά τους και αυτά της περιφέρειάς τους. Οι επιχειρήσεις, αλλά και οι εγκληματικές ομάδες, θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την απόσπαση της προσοχής των αρχών επιβολής του νόμου. Όλα αυτά θα μείωναν το ποσοστό αποδοχής του Πούτιν, το οποίο διαμορφώθηκε στο 79% στα τέλη Οκτωβρίου. Το Κρεμλίνο θα μπορούσε να απαγορεύσει τη δημοσίευση τέτοιων δημοσκοπήσεων, αλλά αν το έπραττε, ο κόσμος θα υπέθετε ότι η υποστήριξη στον Πούτιν είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο.
Οι περιορισμένες και τοπικές διαμαρτυρίες δεν είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούν. Αλλά καθώς εξαπλώνονται, το έργο γίνεται πιο δύσκολο. Η βίαιη καταστολή προκαλεί δύο αντιφατικές αντιδράσεις: Φόβο και οργή. Αυτό που κυριαρχεί καθορίζει αν οι διαμαρτυρίες μεγαλώνουν ή διαλύονται. Αυτό, με τη σειρά του, εξαρτάται από το επίπεδο της βίας και το πλαίσιο που επιβάλλεται. Η υπερβολική δύναμη σε ένα δεδομένο περιβάλλον μπορεί να αποτύχει, πυροδοτώντας οργή που υπερκεράζει τον φόβο. Ο δικτάτορας της Αϊτής Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ το έμαθε αυτό με τον δύσκολο τρόπο, όταν η αστυνομία του πυροβόλησε τρεις άοπλους μαθητές το 1985. Μια κοινωνική έκρηξη θυμού τον έδιωξε από την εξουσία μέσα σε μήνες. Αλλά η αποτυχία καταστολής μπορεί επίσης να είναι επικίνδυνη, εάν οι άνθρωποι συμπεραίνουν αδυναμία. Το 1944, μερικοί φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Σαν Κάρλος της Γουατεμάλας ζήτησαν την αποπομπή των κοσμητόρων τους. Ο δικτάτορας της χώρας, στρατηγός Χόρχε Ουμπίκο, έδωσε λίγη προσοχή στο θέμα- μέχρι που οι διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε γενική απεργία που ανάγκασε την παραίτησή του.
Το να κρίνουμε το κατάλληλο επίπεδο δύναμης που χρησιμοποιείται, απαιτεί μεγάλη ικανότητα και γνώση των κατά τόπου συνθηκών- σε συνθήκες μάλιστα που μερικές φορές αλλάζουν γρήγορα. Η αποτελεσματικότητα του εκφοβισμού εξαρτάται επίσης από το αν συνδυάζεται με παραχωρήσεις. Αλλά οι παραχωρήσεις μπορούν επίσης να προκαλέσουν περαιτέρω απαιτήσεις - ή, εάν θεωρηθούν ανεπαρκείς, να πυροδοτήσουν περαιτέρω την κατάσταση. Και οι παραχωρήσεις, όπως η καταστολή, μπορεί να έρθουν πολύ αργά.
Οι διαμαρτυρίες έχουν σημασία, αλλά όχι επειδή απειλούν με την εκδήλωση κάποιας επανάστασης. Οι επαναστάσεις σπάνια αποσταθεροποιούν τα σύγχρονα κράτη με πειθαρχημένες αστυνομικές δυνάμεις και επαρκείς πόρους. Έχουν σημασία γιατί μπορούν να επηρεάσουν τη γνώμη της ελίτ και των υπηρεσιών ασφαλείας, αλλάζοντας τις προσδοκίες και μειώνοντας το ηθικό.
Εν μέσω μιας γενικής αμφισβήτησης της εμπιστοσύνης στον Πούτιν, ένα πραξικόπημα ή επανάσταση μπορεί να μην είναι καν απαραίτητα για να τον απομακρύνουν. Θα μπορούσε να εξετάσει τη δική του ασφαλέστερη επιλογή, όπως το να παρουσιάσει έναν πιο «ευπαρουσίαστο» υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2024 - ή ακόμα και να μοιραστεί την εξουσία πριν από τότε. Φυσικά, ένας τέτοιος ελιγμός μπορεί να μην σώσει την τωρινή ομάδα. Η έκταση του γεμίσματος των ψηφοδελτίων που απαιτείται για την εκλογή ενός αγαπημένου του Κρεμλίνου, μπορεί να είναι πολύ μεγάλη για να την καταπιεί ένα κινητοποιημένο κοινό. Και μια τέτοια επιχείρηση θα μπορούσε να υπονομευθεί από τον ανταγωνισμό μεταξύ των φατριών του καθεστώτος. Εάν καμία από αυτές δεν αποδεικνυόταν αρκετά ισχυρή για να κατευθύνει το αποτέλεσμα, η εκλογική αναμέτρηση μπορεί να καταλήξει -αν όχι δίκαιη- τουλάχιστον αρκετά απρόβλεπτη.
Όπως και με τα κραχ του χρηματιστηρίου, η χρονική στιγμή κατάρρευσης των αυταρχικών καθεστώτων είναι αδύνατο να προβλεφθεί με σχετική σιγουριά. Τέτοια καθεστώτα μπορεί να φαίνονται δυνατά για χρόνια, μόνο για να εξαφανιστούν ξαφνικά μέσα σε μια «χιονοστιβάδα» αποστασιών. Οι πολλαπλασιαζόμενες κρίσεις και οι εντάσεις που έρχονται με τον πόλεμο αυξάνουν τις πιθανότητες, αλλά το τελικό παιχνίδι μπορεί να πυροδοτηθεί από λάθη που μπορεί να συμβούν τυχαία. Τα γεγονότα συχνά φαίνεται να επιταχύνονται ακριβώς πριν από την κατάρρευση, καθώς η πτώση της αυτοπεποίθησης εγκολπώνεται από την ελίτ. Όπως το έθεσε ο στωικός φιλόσοφος Σενέκας: «Οι αυξήσεις είναι αργής ανάπτυξης, αλλά ο δρόμος προς την καταστροφή είναι γρήγορος». Όταν έρχεται το τέλος, ακόμη και οι κοντινοί παρατηρητές τείνουν να εκπλήσσονται.