Μια άλλη διάσταση του Μεχμέτ Σιμσέκ δίνει το Nordic Monitor, του ανθρώπου που ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όρισε υπουργό Οικονομικών ως σωτήρα της ταραγμένης τουρκικής οικονομίας, που θα κατευνάσει τις ανησυχίες των διεθνών επενδυτών και θα καθησυχάσει τους παράγοντες της αγοράς. Σύμφωνα με το τουρκικό αντικαθεστωτικό μέσο που εδρεύει στη Σουηδία, η κίνηση δεν είναι τίποτα άλλο από «βιτρίνα», δεδομένου του ιστορικού του Σιμσέκ την τελευταία δεκαετία στη διατήρηση του διεφθαρμένου καθεστώτος του Ερντογάν.
Το 2015 ο πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου δοκίμασε επίσης την ίδια τακτική, εντάσσοντας τον Σιμσέκ στην κυβερνητική ομάδα του, αλλά αυτό δεν βοήθησε πολύ στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην τουρκική οικονομία. Όλοι ήξεραν ότι ήταν ο Ερντογάν αυτός που κινούσε τα νήματα για να οδηγήσει τη δική του λαϊκιστική ατζέντα, με αχαλίνωτη διαφθορά, νεποτισμό, ευνοιοκρατία, προάγοντας παράλληλα ημέτερα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο Σιμσέκ είχε προ πολλού ξοδέψει το «κεφάλαιο» που είχε κερδίσει όταν εργαζόταν στη Merrill Lynch Emerging και ως ανώτερος οικονομολόγος στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα πριν ενταχθεί στην κυβέρνηση Ερντογάν, όταν η Τουρκία ευθυγραμμιζόταν εκ νέου με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω ενταξιακών διαπραγματεύσεων μέχρι το 2011, με έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία, την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ακριβώς όπως ο κάποτε, προσανατολισμένος στις μεταρρυθμίσεις Ερντογάν μετατράπηκε σε αυταρχικό ηγεμόνα, ο Σιμσέκ μεταμορφώθηκε επίσης σε έναν ρεαλιστή πολιτικό που προσάρμοζε τη θέση του ανάλογα με την φορά του (πολιτικού) ανέμου που έπνεε.
Στη δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησης του Ερντογάν, ο Σιμσέκ είτε υπερασπίστηκε, είτε επέλεξε να γίνει συνένοχος στις ανορθόδοξες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιλογές του Ερντογάν. Έκλεισε τα μάτια όταν το αφεντικό του πήρε μίζες από κυβερνητικά συμβόλαια και βοήθησε ακόμη και τον γιο του Ερντογάν, Μπιλάλ, να λεηλατήσει δημόσιες περιουσίες. Ως υπουργός Οικονομικών χάρισε στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες έναν τεράστιο προϋπολογισμό με αύξηση περίπου 36% το 2016 σε σύγκριση με το 2015, έτσι ώστε η υπηρεσία να μπορεί να εκτελεί επιχειρήσεις κατά των πολιτικών στόχων που έθετε ο Ερντογάν και να υπονομεύει την αντιπολίτευση με συνωμοσίες.
Τον Νοέμβριο του 2015 διορίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και τέθηκε επικεφαλής του συνόλου της οικονομίας. Υπό την εποπτεία του είχε «εκλεκτούς» του Ερντογάν, όπως ο τότε υπ. Οικονομικών Νασί Αγκμπάλ, ο υπ. Οικονομίας Μουσταφά Ελιτάς και ο υπ. Εμπορίου Φαρούκ Τσελίκ.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ερντογάν: Η ώρα των δύσκολων αποφάσεων έφτασε
Σπόνσορας για το «παλάτι» και όχι μόνο
Όταν ο Ερντογάν αποφάσισε να χτίσει ένα πολυτελές παλάτι με πάνω από 1.000 δωμάτια για τον εαυτό του, στην καρδιά των λίγων εναπομεινάντων πράσινων σημείων της Άγκυρας, ήταν το υπουργείο Οικονομικών του Σιμσέκ που χρηματοδότησε την κατασκευή. Υποβάθμισε το κόστος, υποστηρίζοντας ότι ο λογαριασμός κατασκευής ήταν 1,4 δισ. τουρκικές λίρες (615 εκατ. δολάρια τότε), ενώ η Τουρκική Ένωση Μηχανικών και Αρχιτεκτονικών Επιμελητηρίων (TMMOB) υπολόγισε το συνολικό κόστος σε πάνω από 5 δισεκατομμύρια λίρες.
Ο Σίμσεκ και όλοι οι «yes men» του δεν είχαν κανένα πρόβλημα να επιβάλουν την ατζέντα του Ερντογάν, να ενορχηστρώνουν αυθαίρετους φορολογικούς ελέγχους και να επιβάλλουν πρόστιμα σε εταιρείες που δεν ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές απόψεις της κυβέρνησης. Χρησιμοποίησε κυβερνητικά όργανα ως εργαλεία εκδίκησης και τιμωρίας στον εταιρικό τομέα, για να τους αναγκάσει να συνταχτούν στη γραμμή του Τούρκου προέδρου. Δεν εξέφρασε καμία ανησυχία όταν η κυβέρνηση Ερντογάν κρατούσε παράνομα στη φυλακή επιχειρηματίες που δεν υποστήριζαν την κυβέρνηση.
Ένα από αυτά τα άτομα ήταν ο Χεζίμ Σεσλί, πρώην πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της πόλης του Ουσάκ, ο οποίος συνελήφθη στις 21 Οκτωβρίου 2015 με κατασκευασμένες κατηγορίες που είχε ασκήσει η κυβέρνηση. Μόλις τρία χρόνια πριν από τη σύλληψη του Σεσλί, ο Σιμσέκ επαινούσε τον επιχειρηματία για τη συνεισφορά του στην τουρκική οικονομία, προσλαμβάνοντας χιλιάδες άτομα και εξάγοντας σε 57 χώρες για να συνεισφέρει στα αποθέματα ξένου συναλλάγματος. Ο Σεσλί κατηγορείται ότι συνδέεται με το κίνημα Γκιουλέν και έκτοτε βρίσκεται φυλακισμένος.
Είχε επίσης συνεργαστεί με τον γαμπρό του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, τον τότε υπουργό Ενέργειας στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο. Και ενώ ο Αλμπαϊράκ διοικούσε ουσιαστικά την οικονομία και τα κρατικά οικονομικά, παρεμβαίνοντας στο χαρτοφυλάκιο του Σιμσεκ, ο ίδιος δεν υπέβαλε την παραίτησή του.
Όταν ο Σιμσέκ ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός, υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ήταν ο Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο αντιδυτικός και ακροδεξιός εθνικιστής που ονομάστηκε «Τούρκος Εσκομπάρ» λόγω των δεσμών του με το οργανωμένο έγκλημα και τους διακινητές ναρκωτικών. Ο Σοϊλού έγινε αργότερα υπουργός Εσωτερικών, και κατηγορήθηκε ότι παρείχε προστασία στα καρτέλ ναρκωτικών από την καταστολή από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου στην Τουρκία, μια χώρα που έχει γίνει κόμβος κοκαΐνης την τελευταία δεκαετία σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Το ιστορικό του Σίμσεκ δείχνει ότι συχνά έσπευσε να υπερασπιστεί την κυβέρνηση Ερντογάν όταν δεχόταν πυρά για διάφορα θέματα. Για παράδειγμα, τον Μάιο του 2015, όταν η κυβέρνηση Ερντογάν κατηγορήθηκε ότι σπατάλησε εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες από τα χρήματα των φορολογουμένων, για την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων για υπηρεσιακά οχήματα, ξοδεύοντας 10 φορές περισσότερα από το προηγούμενο έτος, ο Σιμσέκ ανέφερε ότι τα χρήματα που πληρώθηκαν για υπηρεσιακά αυτοκίνητα δεν είναι «ούτε καν για φιστίκια» στο πλαίσιο της τουρκικής οικονομίας. Η Τουρκία γέμισε από υπηρεσιακά αυτοκίνητα, με τον αριθμό τους να αγγίζει τις 130.000, με το κόστος τους για το κράτος να ανέρχεται τότε σε 8 δισ. τουρκικές λίρες.
Αντίστοιχα, όταν αποκαλύφθηκε στο κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 2015 ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε πουλήσει ένα αγροτεμάχιο 780.000 τετραγωνικών μέτρων στο Ίδρυμα Νεολαίας και Εκπαίδευσης στην Τουρκία (TÜRGEV), που διευθύνεται από την οικογένεια Ερντογάν για 3 εκατ. λίρες- παρά το γεγονός ότι η αγοραία αξία της γης ήταν 606 εκατ. λίρες εκείνη την εποχή- ο Σιμσέκ, τότε υπουργός Οικονομικών, υπερασπίστηκε την πώληση.
Το TÜRGEV διοικείται ουσιαστικά από τον Μπιλάλ Ερντογάν (τον δευτερότοκο γιο του Τούρκου προέδρου), ο οποίος κατηγορήθηκε ότι έλαβε παράνομες δωρεές από ξένες και εγχώριες πηγές και βρέθηκε στο επίκεντρο της έρευνας διαφθοράς το 2013, η οποία περιελάμβανε σοβαρές κατηγορίες για δωροδοκία και παρατυπίες εντός του ιδρύματος. Ο Ερντογάν κατέστειλε την έρευνα κατά του ιδρύματος και έσωσε τον γιο του από ποινικές διώξεις, απομακρύνοντας αστυνομικούς, εισαγγελείς και δικαστές που συμμετείχαν στη δίωξη της υπόθεσης. Όπως αναφέρει το Nordic Monitor, η κύρια αποστολή του TÜRGEV είναι να στελεχώνει κυβερνητικές θέσεις με πολιτικούς ισλαμιστές, εμφυσώντας τους νέους με τζιχαντιστικές απόψεις.
Ο Σιμσέκ είχε μείνει στην κυβέρνηση τα χρόνια που ο Ερντογάν πίεζε τη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, κατηγορώντας τη ότι ακολουθεί όχι μόνο λανθασμένη νομισματική πολιτική, αλλά και πολιτική αντίθετη στα εθνικά συμφέροντα, επιβάλλοντας να γίνουν ριζικές μειώσεις στα επιτόκια.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Foreign Affairs: Η «ρωσική» νίκη του Ερντογάν
Σε ρόλο οικονομικού διώκτη των αντιπάλων του Ερντογάν
Ως υπουργός Οικονομικών, ο Σιμσέκ ήταν επίσης υπεύθυνος του Συμβουλίου Έρευνας Οικονομικών Εγκλημάτων (MASAK), μια μονάδα που περιλαμβανόταν στο χαρτοφυλάκιό του. Αν και η MASAK ανακάλυψε ένα μυστικό δίκτυο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που χρησιμοποιούνταν από πράκτορες όπως ο Τουρκο-Ιρανός υπήκοος Ρεζά Ζαράμπ, για την παράνομη διακίνηση ιρανικών κρατικών κεφαλαίων, ο Σιμσέκ δεν ενήργησε βάσει των πληροφοριών που παρείχε η MASAK. Έκλεισε τα μάτια στις κατηγορίες, μέχρι που οι εισαγγελείς κατηγόρησαν τον Ζαράμπ για πολλαπλά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της δωροδοκίας υπουργών της κυβέρνησης με τους οποίους υπηρετούσε ο Σιμσέκ.
Μετά τη δημοσιοποίηση της έρευνας για τη διαφθορά, ο Σιμσέκ ήταν ένας από εκείνους που υπερασπίστηκαν τον Ερντογάν, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για εγκλήματα που διέπραξε ο Ζαράμπ και ανώτερα κυβερνητικά στελέχη. Ανέφερε ότι οι κινήσεις της κυβέρνησης για να καταπνίξει τις καταγγελίες για διαφθορά θα πρέπει να θεωρηθούν ως «προσωρινή ατυχία ή λόξιγκας» και ότι μόλις τελειώσουν οι εκλογές του 2014, η κυβέρνηση θα «επιστρέψει στα βασικά» έναντι του κράτους δικαίου. Δεν συνέβη ποτέ και το κράτος δικαίου ουσιαστικά ανεστάλη στην Τουρκία τα επόμενα χρόνια.
Ο Σίμσεκ έπαιξε ρόλο σε αυτή τη μαζική κατάργηση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Για παράδειγμα, μετά τη δημοσιοποίηση των ερευνών διαφθοράς τον Δεκέμβριο του 2013, ο Σίμσεκ απέλυσε τον επικεφαλής της MASAK και άλλους ανώτερους αξιωματούχους της υπηρεσίας, που είχαν δεκαετίες εμπειρίας στην έρευνα εγκλημάτων ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης τρομοκρατίας, αντικαθιστώντας τους με φίλους και πιστούς του Ερντογάν.
Επιπλέον, ο Σιμσέκ μετέτρεψε τη MASAK σε «πολιτικό μαστίγιο» για την τιμωρία των επικριτών του Ερντογάν και σε μέσο παράνομων κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων πλούσιων επιχειρηματιών. Για παράδειγμα, το 2015, με βάση μια παραποιημένη αναφορά που εξέδωσε η MASAK, η κυβέρνηση Ερντογάν κατάσχεσε τα περιουσιακά στοιχεία του επικριτικού για την κυβέρνηση, Ipek Media Group, του τρίτου μεγαλύτερου ομίλου μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία εκείνη την εποχή. Ανήκε στην Koza İpek Holding, η οποία ήταν επίσης ιδιοκτήτης δύο εθνικών δικτύων, του Kanaltürk και του Bugün TV, των εφημερίδων Bugün και Millet, ενός ραδιοφωνικού σταθμού και του αγγλόφωνου ειδησεογραφικού ιστότοπου BGNNews.com. Ο Ερντογάν καταδίωξε τον όμιλο ενημέρωσης, επειδή ερευνούσε τις σχέσεις της κυβέρνησης με τζιχαντιστικές ομάδες συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2015, η εφημερίδα Bugün δημοσίευσε την είδηση (που στην ηλεκτρονική της έκδοση περιλάμβανε και βίντεο), για την μεταφορά μεγάλης ποσότητας όπλων και εκρηκτικών από μέλη του ΙΚ στη Συρία, μέσω του συνοριακού σταθμού του Ακτσάκαλε στην τουρκο-συριακή μεθόριο. Μάλιστα φαινόταν ότι οι Τούρκοι τελωνειακοί στέκονταν απλά και παρακολουθούσαν την μεταφορά των τζιχαντιστών χωρίς να παρεμβαίνουν. Την ημέρα που δημοσιεύτηκε η ιστορία, ο Ερντογάν διέταξε την αστυνομία να κάνει έφοδο στην εφημερίδα.
Η Ipek Media Group ανήκε στον οικογενειακό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων που διευθύνεται από τον Aκίν Ιπέκ. Η κυβέρνηση έβαλε λουκέτο σε δεκάδες εταιρείες του ομίλου, κατηγόρησε ψευδώς τον Ιπέκ σύμφωνα με τους νόμους περί τρομοκρατίας, αναγκάζοντας τον επιχειρηματία να εγκαταλείψει την Τουρκία και να εγκατασταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Τουρκία ζήτησε την έκδοσή του, αλλά δικαστής του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάνθηκε εναντίον, επικαλούμενος έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων κατά του επιχειρηματία.
Η καταστολή των ανεξάρτητων, επικριτικών και αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στο Ipek Media Group. Ο Σιμσέκ έπαιξε βασικό ρόλο σε μια εκστρατεία εκφοβισμού υπό την ηγεσία της κυβέρνησης, κατά της ανεξάρτητης και φιλελεύθερης εφημερίδας Taraf μέσω φορολογικών ελέγχων. Το 2014, μετά από περισσότερα από δύο χρόνια επιθεωρήσεων, στην Taraf επιβλήθηκε πρόστιμο 5,5 εκατ. λιρών από τη Διοίκηση Φορολογικής Επιθεώρησης του υπουργείου Οικονομικών, για τις πωλήσεις σκραπ χαρτιού σε χαρτοβιομηχανίες. Η εφημερίδα, της οποίας ο αρχισυντάκτης ήταν ο εξέχων συγγραφέας και δημοσιογράφος Αχμέτ Αλτάν, έγραψε ότι και άλλες εφημερίδες ασχολούνταν επίσης με την πώληση σκραπ χαρτιού, αλλά ότι η Taraf ήταν η μόνη που της επιβλήθηκε πρόστιμο για την πρακτική αυτή. Όταν ρωτήθηκε για το πρόστιμο, ο Σιμσέκ δήλωσε ότι, «αυτές οι προσπάθειες να δημιουργηθεί ένας σύνδεσμος μεταξύ του χρόνου της επιθεώρησης και των πολιτικών ζητημάτων στοχεύουν σε αναταραχή πριν από τις εκλογές».
Όμως η προσωπική του απέχθεια για τους επικριτικούς δημοσιογράφους, ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορα της Τουρκίας. Τον Μάιο του 2014 έγινε αποδέκτης δριμύτατης κριτικής, όταν ζήτησε από τον Kadir Uysaloğlu, ανταποκριτή της τουρκικής εφημερίδας Zaman στη Βρετανία, να εγκαταλείψει τα κεντρικά γραφεία των Financial Times στο Λονδίνο, όταν επρόκειτο να εκφωνήσει μια ομιλία εκεί. Ο Uysaloğlu προσκλήθηκε να καλύψει την εκδήλωση από τους Financial Times, αλλά πριν ξεκινήσει η ομιλία, ο Σιμσέκ επέμεινε στην απομάκρυνση του δημοσιογράφου από την αίθουσα.
Ο Σίμσεκ είναι επίσης γνωστός για την αντίθεσή του στις κυρώσεις κατά του Ιράν, για το αμφιλεγόμενο πυρηνικό πρόγραμμα του καθεστώτος των μουλάδων. Χαιρέτισε την προκαταρκτική συμφωνία για τα πυρηνικά τον Ιούλιο του 2015, μεταξύ του Ιράν και των μεγάλων δυνάμεων, λέγοντας ότι θα τονώσει το εμπόριο και τις επενδύσεις μεταξύ των δύο χωρών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι είναι κάπως μισογύνης, όπως οι μουλάδες στο Ιράν. Στο παρελθόν, κατηγόρησε τις γυναίκες που αναζητούσαν δουλειά για την αυξανόμενη ανεργία στην Τουρκία.
Βόλεψε το σόι
Όπως το αφεντικό του (ο Ερντογάν), ο Σιμσέκ επίσης ευνοεί τον νεποτισμό, σε αντίθεση με την απαιτούμενη αξία για την πρόσληψη ανθρώπων σε κυβερνητικές θέσεις. Θα περίμενε κανείς μια διαφορετική προσέγγιση από αυτόν, ως Κούρδο που μεγάλωσε ως το μικρότερο από τα εννέα παιδιά σε μια φτωχή οικογένεια στο Μπατμάν και που κατάφερε να λάβει μια εκπαίδευση που τον βοήθησε να ανέβει στη κοινωνική σκάλα. Μετακόμισε στο εξωτερικό, απέκτησε τόσο την αμερικανική, όσο και τη βρετανική υπηκοότητα και παντρεύτηκε μια υπήκοο των ΗΠΑ, την οποία αργότερα χώρισε. Αλλά προφανώς, μεταμορφώθηκε μετά από χρόνια θητεία στην κυβέρνηση Ερντογάν και κατέστη διεφθαρμένος από τη δύναμη, την επιρροή και τη θέση.
Έφερε τον ξάδερφό του Μεχμέτ Σιμσέκ, ο οποίος ήταν αγρότης στην επαρχία Μπατμάν, ως ανεπίσημο σύμβουλο του υφυπουργείου Οικονομικών και αργότερα τον μετέφερε σε ανώτερη θέση ως σύμβουλο του προέδρου του Οργανισμού της Τουρκικής Διασποράς. Ο αδελφός του Σιμσέκ, Σελαχατίν Σιμσέκ, ενεπλάκη σε σκάνδαλο διαφθοράς που αφορούσε το λιμάνι της Σμύρνης, αλλά οι κατηγορίες αποσύρθηκαν αφού η κυβέρνηση παρενέβη για να εκτροχιάσει την έρευνα.
Σύμφωνα με το Nordic Monitor, με τέτοιο ιστορικό, ο Σίμσεκ δεν είναι σε θέση να επιδιορθώσει τη ζημιά που προκάλεσε στην τουρκική οικονομία η διεφθαρμένη κυβέρνηση Ερντογάν, η οποία μετέτρεψε την τουρκική δημοκρατία σε αυταρχικό καθεστώς, με πλήρη περιφρόνηση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεν μπορεί παρά να βοηθήσει στην παράταση της ζωής του καθεστώτος Ερντογάν με μέτρα λιτότητας για την ενίσχυση των οικονομικών της χώρας βραχυπρόθεσμα. Η Τουρκία πρέπει να αποκαταστήσει το κράτος δικαίου, πριν αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και ο Ερντογάν δεν έχει κανένα απολύτως συμφέρον να το πράξει.
Επιμέλεια Τέρρυ Μαυρίδης