Στον εμπλουτισμό των ψηφιακών υπηρεσιών του Δημοσίου, στο επερχόμενο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση της πράξης «Data Governance Act» και στην πρόταση για τη δημιουργία «Ai Factory» στην Ελλάδα, αναφέρθηκε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δημήτρης Παπαστεργίου, μιλώντας στο 4ο Φόρουμ Καινοτομίας με τίτλο «Η καινοτομία πυλώνας της τεχνολογικής μετάβασης» που διοργανώνουν σήμερα και αύριο στο Ίδρυμα Ευγενίδου, το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και η πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Χαιρετίζοντας το πρώτο πάνελ της διοργάνωσης με τίτλο «Η τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί την καινοτομία στη βιομηχανία», ο κ. Παπαστεργίου, όπως αναφέρει ανακοίνωση του επιμελητηρίου, ανέδειξε τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για την Ελλάδα μέσα από την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
Μεταξύ άλλων, τόνισε ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει αλματώδη πρόοδο στην ψηφιοποίηση, με περισσότερες από 2.000 ψηφιακές υπηρεσίες διαθέσιμες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, με την επίδοση της χώρας στους ψηφιακούς δείκτες να ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο υπουργός αναφέρθηκε στη στρατηγική της χώρας για την τεχνητή νοημοσύνη, υπογραμμίζοντας τη σημασία του επερχόμενου σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση της πράξης «Data Governance Act» για τη διακυβέρνηση των δεδομένων και την αξιοποίησή τους με ηθικό και υπεύθυνο τρόπο.
Επίσης, μίλησε για την πρόταση για τη δημιουργία «AΙ Factory» στην Ελλάδα, ενός «εργοστασίου» ανάπτυξης τεχνολογιών AI, με έμφαση στις εφαρμογές που αξιοποιούν δημόσια δεδομένα και προσφέρουν λύσεις σε κρίσιμα θέματα, όπως η υγεία ή το περιβάλλον και η δημιουργία ενός ελληνικού γλωσσικού μοντέλου. Παράλληλα, αναφέρθηκε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ειδικά σε ζητήματα διατήρησης της γλωσσικής πολυμορφίας, και επεσήμανε τη σημασία και την αναγκαιότητα δημιουργίας ανοιχτών ευρωπαϊκών γλωσσικών μοντέλων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των χωρών.
Ο κ. Παπαστεργίου κλείνοντας, τόνισε ότι οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη και στην εκπαίδευση νέων ταλέντων είναι κλειδί για τη μετάβαση της χώρας σε ένα βιώσιμο ψηφιακό μέλλον, ενώ συμπλήρωσε ότι η ενίσχυση της συνεργασίας Ελλάδας και Γερμανίας μπορεί να επιταχύνει τη μετάβαση αυτή και να στηρίξει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών.
Στον χαιρετισμό του ο πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Αντρέας Κιντλ, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Δεν υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για τη διεξαγωγή του Φόρουμ Καινοτομίας, μετά και την πολύ επιτυχημένη συμμετοχή της Γερμανίας στη ΔΕΘ ως τιμώμενη χώρα. Και όταν αντικρίζω το δυναμικό που έχει συγκεντρωθεί εδώ, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι θα καταφέρουμε να ξανακάνουμε τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ευρώπη έναν μοχλό καινοτομίας με παγκόσμια ακτινοβολία».
Ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Βασίλης Γούναρης, σημείωσε: «Όποιος σήμερα επενδύει ανάλογα, αποκτά ταχύτερη "πρόσβαση" στο μέλλον κι όποιος γνωρίζει πώς να "διαβάζει" καλύτερα το μέλλον, αποκτά προβάδισμα έναντι του ανταγωνισμού. Αναδιαμορφώνει υπάρχουσες αγορές, ακόμη περισσότερο ανοίγει νέες αγορές, και εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή υπεραξία από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, επιστρέφοντας μέρος αυτής στην κοινωνία και την οικονομία».
Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του, υπογράμμισε ότι «η στήριξη της καινοτομίας προϋποθέτει την άρτια διασύνδεση της ακαδημαϊκής κοινότητας με την αγορά και, άρα, την εξασφάλιση της αναγκαίας διαθεσιμότητας ανθρώπινου δυναμικού σε τομείς αιχμής για την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών δράσεων. Προϋποθέτει επίσης τη δημιουργία περισσότερων startups ή με άλλα λόγια τον εκθετικό πολλαπλασιασμό των πυρήνων ανάπτυξης σύγχρονων τεχνολογικών λύσεων, προηγμένων υπηρεσιών, διαφοροποιημένων προϊόντων που απευθύνονταν κυρίως στις διεθνείς αγορές».
Στο μεταξύ, τρεις προτάσεις επικεντρωμένες στον ρόλο των νεοτεχνολογικών επενδύσεων, στα προϊόντα προστιθέμενης αξίας και στη λειτουργία του Δημοσίου, διατύπωσε το μέλος ΔΣ και ερευνητικός διευθυντής του Γερμανικού Ιδρύματος Οικονομικών Ερευνών, καθηγητής Αλέξανδρος Κρητικός.
Ειδικότερα, ο κ. Κρητικός, αναφερόμενος στην Ελλάδα και στα όσα πρέπει να υλοποιηθούν ώστε η χώρα να επενδύσει ταχύτερα στον τομέα της καινοτομίας, διατύπωσε τρεις προτάσεις. Όπως είπε, καθίσταται αναγκαία η ενίσχυση της χρηματοδότησης ερευνητικών κέντρων προκειμένου οι νεοτεχνολογικές επενδύσεις να φτάσουν στο 3% του ΑΕΠ και παράλληλα να αναπτυχθούν δομές τύπου cluster, δομές εστιασμένες στις νέες τεχνολογίες. Όπως ο ίδιος επεσήμανε, καθίσταται επίσης επιβεβλημένη η παραγωγή περισσότερων προϊόντων προστιθέμενης αξίας, εξωστρεφούς προσανατολισμού, με στόχο τη στήριξη των φιλόδοξων ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων. Τέλος, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις με ποιοτικότερα χαρακτηριστικά, όπως και ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, με στόχο οι υπηρεσίες να καταστούν αποδοτικότερες και η δημόσια διοίκηση να αποτελέσει έναν πάροχο ο οποίος θα λειτουργεί βάσει σύγχρονων προδιαγραφών. Για το λόγο αυτό, ο ερευνητικός διευθυντής του Γερμανικού Ιδρύματος Οικονομικών Ερευνών χαρακτήρισε ως αναγκαία μια σειρά νέων επενδύσεων προσανατολισμένων στις υποδομές.
Καταλύτης για τη νέα βιομηχανική επανάσταση η Τεχνητή Νοημοσύνη
Στο πρώτο πάνελ συζήτησης, ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens ΑΕ, Δρ. Βασίλης Χατζίκος, υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «η τεχνητή νοημοσύνη αναδεικνύεται ως ο καταλύτης για μια νέα βιομηχανική επανάσταση, προσφέροντας εξαιρετικές δυνατότητες για αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωση της ποιότητας και δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων. Η Siemens, ως πρωτοπόρος στην ανάπτυξη και εφαρμογή καινοτόμων ψηφιακών λύσεων, υποστηρίζει τις ελληνικές βιομηχανίες και υποδομές στην υιοθέτηση της Industrial AI, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους σε μια παγκόσμια αγορά που εξελίσσεται συνεχώς».
Από την πλευρά του ο Head of IT Innovation Center του Ομίλου OTE, Μιχάλης Κεφαλογιάννης, επεσήμανε ότι «ο ΟΤΕ επενδύει ήδη εδώ και πολλά χρόνια στην τεχνητή νοημοσύνη, προς όφελος των υπηρεσιών που παρέχουμε στους πελάτες μας, καθώς η τεχνολογία βοηθάει στις εσωτερικές διαδικασίες της εταιρείας μας και στη γρήγορη αναζήτηση και σύνθεση πληροφοριών που απαιτούνται στη καθημερινότητά μας». Σε άλλο σημείο των αναφορών του σημείωσε ότι, «είναι κρίσιμο στοιχείο η αξιολόγηση από τον ανθρώπινο παράγοντα της ακρίβειας της πληροφορίας που δίδει η ΤΝ, καθώς αυτό έχει συνέπεια στην εταιρική ευθύνη έναντι του πελάτη. Τα στελέχη πρέπει να κάνουν job rotation, ώστε να αποκτούν εξοικείωση με τη σύγχρονη τεχνολογία. Όσοι δεν ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο θα παραμείνουν μη ανταγωνιστικοί».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Robert Bosch ΑΕ, Ιωάννης Κάπρας, αναφερόμενος στην αξία της τεχνητής νοημοσύνης, επεσήμανε μεταξύ άλλων, ότι «είναι καταλύτης για το μέλλον της Bosch, με κάθε προϊόν και λύση μας να περιέχει πλέον στοιχεία τεχνητής νοημοσύνης ή να έχει αναπτυχθεί και παραχθεί με τη συμβολή της. Επιδιώκουμε τη δημιουργία ασφαλών και αξιόπιστων λύσεων, σύμφωνα με τον κώδικα ηθικής της Bosch, που θέτει σαφή όρια για την υπεύθυνη χρήση της τεχνολογίας. Στη Bosch, η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο, χωρίς να αντικαθιστά την ανθρώπινη κρίση. Παράλληλα, επενδύουμε στην εκπαίδευση των εργαζομένων μας, ώστε να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες. Στην Ελλάδα, η στρατηγική μας εστιάζει στην ενίσχυση της ψηφιοποίησης στον παραγωγικό τομέα, ενώ η αυξανόμενη ζήτηση για λύσεις AI στην ελληνική αγορά είναι ενθαρρυντική. Πιστεύουμε ότι η ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην τεχνολογική πρόοδο της χώρας».
Η διευθύνουσα σύμβουλος της Jungheinrich Hellas, Έλενα Καλλονά, αναφερόμενη στην εταιρεία επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι «η Jungheinrich πρωτοστατεί στην τεχνολογική καινοτομία, αξιοποιώντας την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες για να διαμορφώσει το μέλλον της βιομηχανίας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, η εταιρεία αναπτύσσει λύσεις που φέρνουν επανάσταση στον αυτοματισμό, με αυτοκινούμενα ρομπότ (AMRs) και μηχανήματα (AGVs) που βελτιώνουν την αποδοτικότητα και μειώνουν την ανάγκη για χειρωνακτική εργασία. Στη Jungheinrich, ηγεσία σημαίνει να εμπνέουμε εμπιστοσύνη, προσαρμοζόμενοι στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της ψηφιακής εποχής με εργαλεία ανάλυσης και προγνωστικής τεχνολογίας που ενισχύουν τις αποφάσεις. Παράλληλα, στηρίζουμε την ανάπτυξη των ανθρώπων μας, προσφέροντας τις δυνατότητες αναβάθμισης και αναπροσαρμογής δεξιοτήτων, ώστε να συμβαδίζουν με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Με στρατηγική εστίαση στην καινοτομία, τη συνεργασία και τη δέσμευση προς τον πελάτη, η Jungheinrich προσφέρει λύσεις υψηλής ποιότητας που προσδίδουν αξία στην κάθε συνεργασία».