«Το βιβλίο του Τσαρλς Νταλάρα Euroshock των εκδόσεων Κέρκυρα είναι μία ακόμη συνεισφορά στην δημόσια συζήτηση για την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, την μετεξέλιξη της σε κρίση χρέους το 2009-2010 και τελικά σε κρίση της Ευρωζώνης το 2011-2012», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Φίλιππος Σαχινίδης στην παρέμβαση του κατά την παρουσίαση του βιβλίου.
Αναλυτικά ανέφερε: «Ο συγγραφέας καταθέτει τα όσα βίωσε από το 2011 και μετά όταν συμμετείχε ενεργά στις συζητήσεις και συνεισέφερε – αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να εκπροσωπήσει κάποιους από τους πιστωτές - στην επιτυχή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Με βάση την εμπειρία του - από τις σημαντικές θέσεις που κατείχε στην επαγγελματική του διαδρομή - προχωρά σε μια γενικότερη αξιολόγηση με τη ματιά του πολίτη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπίστηκε η κρίση χρέους από τις ισχυρές χώρες της ευρωζώνης, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ αλλά και από τις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης.
Το βιβλίο μας δίνει την αφορμή να ξανασυζητήσουμε και να επαναξιολογήσουμε μεταξύ άλλων τι επιτεύχθηκε και τι όχι με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου του 2011.
Επίσης πως οι αποφάσεις για ένα δεύτερο πρόγραμμα για την Ελλάδα συνδυάστηκαν με την απόφαση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Διαβάζοντας τις πάνω από 500 σελίδες του βιβλίου κατέγραψα με βάση τα όσα παραθέτει ο συγγραφέας σειρά ερωτημάτων πολλά από τα οποία θέτει ο ίδιος.
Επιλέγω να καταθέσω την άποψη μου για τα πιο κρίσιμα από αυτά έχοντας υπηρετήσει από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Μάιο του 2012 σε υπουργικές θέσεις στο ΥΠΟΙΚΟ με αρμοδιότητα μεταξύ άλλων και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Ο συγγραφέας για να βοηθήσει τους αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με την Ελλάδα κάνει ιστορικές αναφορές στα περιστατικά χρεοκοπίας της.
Εξηγεί πως η χώρα από την ανεξαρτησία της ήταν επιρρεπής σε δημοσιονομικές εκτροπές. Κατά την άποψη του το υπόβαθρο της ελληνικής χρεοκοπίας του 2009-2010 ήταν η δεκαετία του 1980 των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ όταν αυξήθηκε το δημόσιο χρέος από το 30% στο 80% του ΑΕΠ. Αυτή είναι μια μεροληπτική ανάγνωση της κρίσης χρέους. Το ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογική νίκη του 1993 έθεσε ως προτεραιότητα την τιθάσευση του χρέους και πέτυχε τη δημοσιονομική προσαρμογή που διασφάλισε την ένταξη στην ΟΝΕ.
Η χώρα οδηγήθηκε στη χρεοκοπία από τις πολιτικές της ΝΔ την περίοδο 2004-2009 που εκτίναξαν το δημόσιο χρέος από το 104% του ΑΕΠ το 2003 στο 130% το 2009.
Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή έκρυβε την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας καταθέτοντας πλαστά στοιχεία στην ΕΕ όπως αποφάνθηκε σε έκθεση του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στις συσκέψεις μας στο ΥΠΟΙΚΟ μόλις αναλάβαμε μετά τον Οκτώβριο του 2009 οι υπηρεσιακοί παράγοντες αποκάλυπταν κάθε ημέρα ότι είχε κρυφτεί από τη ΝΔ με επιμέλεια κάτω από το χαλί.
Αντί για έλλειμμα της τάξης του 6% του ΑΕΠ που δήλωνε η κυβέρνηση της ΝΔ ως εκτίμηση προς την ΕΕ ο προϋπολογισμός που συντάξαμε είχε εκτίμηση για 12,9% του ΑΕΠ το οποίο τελικά μετά την αναθεώρηση της Eurostat έφθασε στο 15,4%.
Το πρόβλημα της χώρας όμως δεν ήταν μόνο η δημοσιονομική εκτροπή αλλά και το πρωτοφανές έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που το 2008 είχε φτάσει στο 15% του ΑΕΠ.
Δεν έχω ακούσει καμία πρόταση πως θα αντιμετωπίζονταν το πρόβλημα αυτό από χώρα μέλος νομισματικής ένωσης χωρίς μια σουμπετεριανή διαδικασία.
Προχωρώ με τα ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν τελικά ήταν αναγκαία η αναδιάρθρωση χρέους το 2010. Τότε που η Ελλάδα έπαψε να έχει πρόσβαση στις αγορές και αναζήτησε τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν ναι πόσο εφικτό ήταν αυτό να γίνει καθώς δεν υπήρχε η παραμικρή πρόβλεψη στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ;
Έχει διατυπωθεί από πολλούς η άποψη ότι η πορεία του πρώτου προγράμματος και οι αρνητικές συνέπειες της δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν πιο ήπιες αν η αναδιάρθρωση είχε γίνει το 2010.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ακόμη και αν είχε γίνει θα χρειαζόταν λόγω Ντοβιλ και δεύτερη αναδιάρθρωση. Επίσης, μια αναδιάρθρωση, όπως αυτή που τελικά έγινε, δεν θα αφαιρούσε τίποτα από την προσπάθεια μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος το οποίο ήταν πάνω από 24 δις και έπρεπε να μετατραπεί σε πλεόνασμα.
Επιπρόσθετα θα απαιτούσε και επιπλέον χρηματοδότηση από τους επίσημους δανειστές προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθούν οι ελληνικές τράπεζες. Αυτό δεν ήταν δεδομένο τότε.
Στο ερώτημα αν μπορούσε να γίνει η αναδιάρθρωση το 2010 η απάντηση είναι αρνητική. Απέναντι ήταν ο Τρισέ ο οποίος ήταν κάθετα αντίθετος σε μια αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους σε χώρα της Ευρωζώνης. Πιθανότατα οι αντιρρήσεις του να είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι δεν είχε την παραμικρή εικόνα για την έκθεση των τραπεζών της ευρωζώνης σε CDS. Όταν μετά την Ντοβίλ ξεκίνησαν κάποιες συζητήσεις για αναδιάρθρωση του χρέους απείλησε με επιστολή του τον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου στις 9 Απριλίου 2011 ότι θα διακόψει την πρόσβαση των Ελληνικών τραπεζών στο Ευρωσύστημα.
Αντιρρήσεις όμως αρχικά είχαν η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και το ΔΝΤ. Στις αρχές του 2011 όταν φάνηκε ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων δεν ήταν εφικτή το ΔΝΤ άλλαξε στάση για το ζήτημα της αναδιάρθρωσης και αυτό σταδιακά οδήγησε και στην αλλαγή στάσης της Μέρκελ και του Σόιμπλε.
Ένα σχετικό ερώτημα είναι αν το πρόβλημα χρέους της Ελλάδος ήταν πρόβλημα ρευστότητας όπως αξιολογήθηκε αρχικά ή βιωσιμότητας του χρέους;
Παρότι το ΔΝΤ είχε αμφιβολίες σχετικά με την βιωσιμότητα του χρέους, θεώρησε ότι το πρόγραμμα ήταν αναγκαίο προκειμένου να αποτρέψει την διάχυση της κρίσης σε άλλες χώρες-μέλη με υψηλό χρέος.
Τροποποίησε τα κριτήρια για έκτακτη πρόσβαση στους πόρους του Ταμείου με πολύ μεγάλα δάνεια σε περιπτώσεις που υπήρχε συστημικός κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης.
Έτσι, η κυβέρνηση το 2010 ανέλαβε να δείξει ότι είχε την πολιτική βούληση να διορθώσει εμπροσθοβαρώς τα δημοσιονομικά της προβλήματα παρά το γεγονός ότι η οικονομία όπως προέκυψε από τα τελευταία στοιχεία ήταν σε ύφεση από το 2008.
Το σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής όριζε ότι η Ελλάδα έπρεπε να μειώσει το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας.
Τελικά, για το 2010 η μείωση που επιτεύχθηκε ήταν πέντε ποσοστιαίες μονάδες με ύφεση κοντά στο 5%.
Αυτά και ως απάντηση στην κριτική ότι η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν πήρε έγκαιρα μέτρα για να αποφύγει το μνημόνιο. Η αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή υπαγορεύτηκε και από την έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πλευρά των δανειστών να δοθεί μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση μέσω του προγράμματος.
Ο συγγραφέας σε αρκετά σημεία του βιβλίου κάνει ειδική αναφορά στη μικρή συνεισφορά του ΔΝΤ με βάση την ποσόστωση της Ελλάδας. Κρίνει ότι έπρεπε να ληφθεί ως βάση η ποσόστωση της ευρωζώνης.
Με βάση την ποσόστωση της Ελλάδας θα έπρεπε να δοθούν γύρω στα 10 δις έναντι των 30 δις που τελικά πήρε. Ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε χρηματοδότηση του ΔΝΤ σε σχέση με τα δικαιώματα μιας χώρας.
Τελικά, το πρώτο πρόγραμμα υπονομεύτηκε από τις αποφάσεις της Ντοβίλ. Αυτές επανέφεραν στη επιφάνεια το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Όριζαν ότι όταν μια χώρα θα προσέφευγε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό θα έπρεπε να αξιολογηθεί αν το χρέος της ήταν βιώσιμο πριν της δοθεί βοήθεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά την Ντοβίλ αναγκάστηκαν να προσφύγουν σε μνημόνια η Ιρλανδία και η Πορτογαλία και στη συνέχεια η Κύπρος.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά τους βαθμούς ελευθερίας που είχαν ο Πρωθυπουργός, οι Υπουργοί Οικονομικών, ο Πρόεδρος του ΣΟΕ και ο Διευθυντής του ΟΔΔΗΧ κατά την διαπραγμάτευση για την επίτευξη συμφωνίας για το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο.
Σαφώς ήταν περιορισμένοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έδωσαν– όπως αφήνει να υπονοηθεί σε αρκετά σημεία ο συγγραφέας - σκληρές και άνισες μάχες προκειμένου να πειστούν οι ευρωπαίοι εταίροι ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο Ελληνικό. Ήταν απόρροια των θεσμικών ελλειμμάτων της ΟΝΕ και της κακής δημοσιονομικής διαχείρισης της Ελλάδας που δεν διέγνωσαν έγκαιρα οι μηχανισμοί της ΕΕ και η Eurostat.
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος έφερε τελικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην ευρωζώνη. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς πολλοί – μεταξύ αυτών και ο συγγραφέας - συμφωνούν ότι οι δογματικές προσεγγίσεις του για τα προγράμματα προσαρμογής ευθύνονται για την οικονομική κοινωνική και πολιτική καταβαράθρωση της χώρας.
Σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας αναφέρει ότι για λόγους τακτικής ο Γιώργος Παπανδρέου άφηνε εννοηθεί ότι θα προσφύγει στο ΔΝΤ.
Στην πραγματικότητα όλες οι μαρτυρίες και από τον Σόιμπλε αλλά και από τρίτους αναφέρουν ότι ήταν επιλογή της Μέρκελ προσωπικά αλλά όχι μόνο.
Το ΔΝΤ το ήθελε η Μέρκελ επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία απέτυχε να αποτρέψει την ελληνική κρίση. Ο Σόιμπλε διαφωνούσε.
Η προσωπική μου εμπειρία από συζητήσεις που είχα με τον τότε Διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας και άλλους ήταν ότι δεν ήταν μόνο η Μέρκελ που ήθελε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα αλλά και μικρότερες χώρες όπως η Αυστρία και κάποιες άλλες για να μην έχει καθοριστική επιρροή στο πρόγραμμα η Γερμανία.
Ο συγγραφέας ορθώς θέτει σε πολλά σημεία τον προβληματισμό του για το πόσο ρεαλιστική ήταν η άποψή του διεθνούς νομισματικού ταμείου για την ανάγκη μείωσης του χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020.
Το ΔΝΤ το έθετε ως προϋπόθεση για να πάρει η Ελλάδα το δεύτερο πρόγραμμα και την αναδιάρθρωση. Αυτό έχει σημασία γιατί αυτή η άσκηση συνδέονταν με τη χρηματοδότηση του 2ου προγράμματος, την έκταση της αναδιάρθρωσης και καθόριζε και το μέγεθος των ελλειμμάτων των επόμενων χρόνων. Έτσι μπήκε στη συζήτηση και η υπόθεση για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις 50 δις. Στόχος εξωπραγματικός σε συνθήκες κρίσης.
Το ΔΝΤ άλλαξε θέση αρκετά χρόνια αργότερα και εγκατέλειψε στις αξιολογήσεις του το δείκτη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ εξαιτίας της μεγάλης αλλαγής που μεσολάβησε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του χρέους μετά τις ελαφρύνσεις του 2012 και 2018, την επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους και της μείωσης των επιτοκίων.
Για την ιστορία το χρέος του 2020 ήταν τελικά 205% του ΑΕΠ και σήμερα 154%. Η Ελλάδα έχει πρόσβαση στις αγορές από το 2017 – είχαν προηγηθεί δυο απόπειρες το 2014. Σήμερα κανείς δεν θέτει ζητήματα βιωσιμότητας χρέους μεσοπρόθεσμα κυρίως λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών του.
Στο ερώτημα γιατί η αλληλεπίδραση χρέους και δημοσιονομικής πολιτικής δεν έγινε κατανοητή από όσους είχαν εμπλοκή στο σχεδιασμό των ελληνικών προγραμμάτων η απάντηση μου είναι γιατί σχεδόν όλοι σκεφτόντουσαν με βάση τις επιταγές της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.
Ήταν επηρεασμένοι από τα ιδεοληπτικά δόγματα των New Classical Macroeconomics δηλαδή των υποθέσεων επιστροφής των αγορών σε ισορροπία και των ορθολογικών προσδοκιών που κυριάρχησαν στις οικονομικές σχολές των πανεπιστημίων στις δεκαετίας του 1980 και 1990. Προσανατολίζοντας τις οικονομικές πολιτικές αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς καταδικάζοντας το ρόλο της ζήτησης στην οικονομία.
Στο ερώτημα αν η τιμωρητική διάθεση των ευρωπαίων για τον αμαρτωλό νότο είχε ή δεν είχε συνέπειες στην πορεία του ελληνικού προγράμματος η απάντηση είναι ναι είχε. Αν για παράδειγμα όπως έγραψε ο Ζαν Πιζανι Φέρρυ στην Αφύπνιση των Δαιμόνων κατέρρεε πρώτα η Ιρλανδία – η χώρα υπόδειγμα των διεθνών οργανισμών που δεν φημίζονταν για τις δημοσιονομικές εκτροπές αλλά μπήκε σε μνημόνια – η αντιμετώπιση της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική. Βέβαια υπήρχε και η ρετσινιά των Greek Statistics που θα λειτουργούσε πάντα εις βάρος μας.
Στο ερώτημα γιατί τελικά οι πιστωτές αποδέχτηκαν μία συμφωνία από την οποία έχασαν τόσα πολλά συμφωνώ με τον συγγραφέα ότι πολλοί από αυτούς ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο η κρίση να επεκταθεί στην Ιταλία και να οδηγήσει σε κατάρρευση της ευρωζώνης άρα και της δικής τους κατάρρευσης. Τελικά πείστηκαν ότι η εναλλακτική θα ήταν πολύ χειρότερη για τη αξία των χρεογράφων τους χωρίς την παροχή νέου δανεισμού από τον official sector.
Πάμε στα αν της ιστορίας.
Αν δεν μεσολαβούσε η Ντοβίλ και η αναδιάρθρωση του χρέους θα μπορούσε η Ελλάδα να λύσει το πρόβλημα της; Ο συγγραφέας αμφιβάλλει κυρίως γιατί θεωρεί ότι η αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή θα εμπόδιζε την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αν το 2010 ήταν ο Ντράγκι στη θέση του Τρισέ θα είχαμε την ίδια αρνητική εξέλιξη; Εκτιμώ πως όχι. Σε μια συνομιλία μου με τον Σόιμπλε στην Καγκελαρία τον Σεπτέμβριο του 2011 με ενημέρωσε ότι ο επόμενος Πρόεδρος της ΕΚΤ συμφωνούσε με την αναδιάρθρωση του χρέους.
Έτσι καταλήγω στο συμπέρασμα ότι σημασία δεν έχουν οι θεσμοί και πόσο καλά σχεδιασμένοι είναι. Εξίσου σημαντικός είναι και ο ρόλος των ατόμων που τους υπηρετούν. Ο Σόιμπλε από τον Μάιο του 2011 έλεγε ότι χρειαζόταν αναδιάρθρωση του χρέους και ζητούσε να στηριχτεί στο DSA του IMF. Ο Ντράγκι συμφώνησε πριν αναλάβει.
Δεν ξέρω ποιοι από αυτούς που συμμετείχαν στις αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους πίστευαν ότι θα ήταν επιτυχής. Οι αποφάσεις αυτές στηρίχθηκαν στην υπόθεση εργασίας ότι θα ήταν μοναδική στην ευρωζώνη. Είναι γεγονός ότι η νομική θωράκιση του PSI αποδείχτηκε επαρκής και δεν αμφισβητήθηκε στα δικαστήρια σε αντίθεση με την Αργεντινή που ακολούθησε άλλο δρόμο και πλήρωσε ακριβό τίμημα.
Η ΕΕ όμως φοβόταν να δώσει την παραμικρή κατεύθυνση για τα ομόλογα με αγγλικό δίκαιο που δεν συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση. Όταν έθεσα το ερώτημα αυτό στους συναδέλφους μου στο Eurogroup η απάντηση που πήρα ήταν ότι είναι δική μας η απόφαση αυτή.
Αμέσως μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012 ζήτησα από τον ΠΘ Λ. Παπαδήμο, να εξασφαλίσει την έγκριση των προέδρων της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για να προχωρήσω στην αποπληρωμή λίγο πριν την αποχώρηση μου από το Υπουργείο Οικονομικών. Την εξασφάλισε και αποπληρώσαμε τις υποχρεώσεις μας.
Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο του αναλογιζόμενος με αφορμή τα όσα συνέβησαν στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και την επέκταση της στην ευρωζώνη αν θα μπορέσει η ΕΕ να διατηρήσει την συνοχή της.
Είναι αισιόδοξος από τη στάση της τα τελευταία χρόνια μετά την κρίση πανδημίας με την χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και με την απόφαση για την δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης.
Προσωπικά ήμουν μάλλον απαισιόδοξος για τη συνοχή της στο μέλλον. Άλλαξα στάση πριν λίγες εβδομάδες όταν ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ μας ενημέρωσε there is a new sheriff in town. Δεν νομίζω ότι έχουμε άλλη επιλογή από το να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η εναλλακτική είναι η διάλυση της ΕΕ.
Θέλω να συγχαρώ τον Τσαρλς Νταλάρα για την ευκαιρία που μας έδωσε να συζητήσουμε για τα κρίσιμα εκείνα χρόνια και να ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του».