Στις 18 πιο ευάλωτες χώρες του πλανήτη απέναντι στην κλιματική αλλαγή ανήκει η χώρα μας σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών του ΕΚΠΑ και συγγραφέα του νέου βιβλίου «Κλιματική Αλλαγή», Εμμανουέλα Δούση. Η δήλωση αποτελεί την πιο πρόσφατη από τις πάμπολλες αναφορές των επιστημόνων στη σημασία της κλιματικής αλλαγής για τη χώρα μας.
Η ελληνική πολιτεία φαίνεται ότι αφουγκράζεται αυτές τις ανησυχίες, δυστυχώς όμως μόνο στη θεωρία. Μπορεί πριν από μερικούς μήνες να κύρωσε πανηγυρικά την ιστορική συμφωνία του Παρισιού για την προστασία του κλίματος, όμως οι πράξεις της κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το εθνικό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι ελλιπέστατο, ενώ είναι εντελώς ασαφής η διαδικασία αναθεώρησης και εφαρμογής του. Η Ελλάδα έχει επίσης ένα από τα υψηλότερα μερίδια συμμετοχής του λιγνίτη, του πιο ρυπογόνου καυσίμου στον πλανήτη, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της χώρας. Κι ενώ τα τελευταία χρόνια ο συνδυασμός της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και της υποχρέωσης πληρωμής για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπουν οι λιγνιτικές μονάδες έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση της λιγνιτικής παραγωγής, η ΔΕΗ επιμένει εμμονικά στην αναβίωση του λιγνίτη με την κατασκευή 2 νέων λιγνιτικών μονάδων κόστους 2,5 δις ευρώ, χωρίς καμία απόδειξη για την αναγκαιότητα και την οικονομική βιωσιμότητά τους. Επιπλέον ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την κατακόρυφη αύξηση των ωρών λειτουργίας δύο υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διεκδίκησε επίμονα την παράταση λειτουργίας της παλιότερης και μιας από τις πιο ρυπογόνες λιγνιτικές της μονάδες, αίτημα το οποίο απέρριψε τελικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αναγνωρίζοντας τα δύσκολα οικονομικά του ελληνικού λιγνίτη, η ΔΕΗ τα τελευταία 2 χρόνια επιδιώκει πεισματικά μια ακόμα εξαίρεση, αυτή του να ρυπαίνει χωρίς να πληρώνει. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων, η ΔΕΗ ζητά την υπαγωγή της Ελλάδας στην εξαίρεση του άρθρου 10γ που δίνει δωρεάν δικαιώματα εκπομπών CO2 στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής, με στόχο να καταστήσει οικονομικά βιώσιμες τις 2 νέες λιγνιτικές της μονάδες. Το Ευρωκοινοβούλιο αντιλαμβανόμενο την πλήρη αντίθεση του αιτήματος αυτού με τον βασικό στόχο του χρηματιστηρίου ρύπων που είναι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα, απέρριψε το αίτημα. Έτσι οι πανάκριβες επενδύσεις σε Πτολεμαΐδα V και Μελίτη II βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα, εάν λάβει κανείς υπόψη την επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας των δύο μονάδων με περίπου 200 εκ. ευρώ ετησίως, χωρίς η ΔΕΗ να δείχνει διάθεση επαναξιολόγησης των επιλογών της υπό το φως των νέων πολιτικών εξελίξεων.
Η μόνιμη επωδός όλων αυτών των επιλογών είναι η οικονομική κρίση. Όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Ο λιγνίτης ήταν για δεκαετίες το φθηνότερο καύσιμο στην Ελλάδα κι αυτό αν δεν ληφθεί υπόψη το εξωτερικό κόστος, το οποίο όλοι μας πληρώνουμε ακριβά, χωρίς όμως το κόστος αυτό να εμφανίζεται στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι διεθνείς εξελίξεις μετά το Παρίσι και η αλματώδης πρόοδος των τεχνολογιών ΑΠΕ, θα αυξάνουν διαρκώς το κόστος της λιγνιτικής κιλοβατώρας. Επομένως, ακριβώς εξαιτίας της οικονομικής κρίσης πρέπει, τόσο η ΔΕΗ, όσο κυρίως η ελληνική κυβέρνηση να παγώσουν κάθε σχέδιο για νέες λιγνιτικές μονάδες, να δεσμευθούν για τη σταδιακή απόσυρση των υφιστάμενων μέσα στα επόμενα 15 χρόνια και να εργαστούν σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες σε Δυτική Μακεδονία και Πελοπόννησο για την ομαλή μετάβαση των περιοχών αυτών στη μεταλιγνιτική περίοδο.