Η πρόσφατη δημοσίευση της πρότασης επιτροπής του Υπ. Εσωτερικών για τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιαίτερα σε συνθήκες εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης για κινητοποίηση των τοπικών και περιφερειακών παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, δεν φαίνεται να απαντά ή να ανοίγει τη συζήτηση για την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης ως βασικού μοχλού προόδου της χώρας στο αναπτυξιακό και κοινωνικό πεδίο.
Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο συγκεντρωτικά συστήματα διακυβέρνησης που όχι μόνο δεν την βοήθησε να αποφύγει τη χρεοκοπία αλλά μάλλον αποτέλεσε και αχίλλειο πτέρνα της μέσω της έλλειψης αντισταθμιστικών θεσμών στην εξουσία της κεντρικής διοίκησης, κατάπνιξης της ελεύθερης πρωτοβουλίας και δράσης των ΟΤΑ και απονεύρωσης των τοπικών και περιφερειακών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Ο συγκεντρωτισμός των κυβερνητικών και διοικητικών δομών ευνόησε τις κάθετες και κλαδικές λογικές, παραγνωρίζοντας τις χωρικές και οριζόντιες πολιτικές με αποτέλεσμα την απίσχναση των τοπικών αναπτυξιακών και κοινωνικών κεφαλαίων.
Ακόμα και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις με τις οποίες εγκαθιδρύθηκε η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση (1994), επανασυγκροτήθηκε η πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση (Σχέδιο Καποδίστριας-1997) και ιδρύθηκε η περιφερειακή αυτοδιοίκηση (Πρόγραμμα «Καλλικράτης» - 2000), ελάχιστα συνέβαλαν στην πραγματική αποκέντρωση και αυτοδιοίκηση της χώρας. Κάπως έτσι καταγράφεται ερευνητικά ότι η Ελλάδα την περίοδο 1990-2014 καταλαμβάνει την 7η χαμηλότερη θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ ως προς τον δείκτη τοπικής αυτονομίας, κάνοντας ελάχιστη πρόοδο την περίοδο 1990-2014 (European Commission, 2015).
Το εύρημα αυτό αποδεικνύει ότι η τυπική και μόνο θεσμοποίηση της αυτοδιοίκησης β΄βαθμού δεν αρκεί για την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και τομές σε πεδία, όπως το θεσμικό βάθος (πχ., ευχέρεια τοπικής αυτοδιοίκησης να αναλάβει ρόλους που δεν αποδίδονται σε άλλα επίπεδα της διακυβέρνησης), οι δημόσιες πολιτικές στις οποίες έχει ρόλο και ευθύνες, την αποτελεσματική πολιτική επιρροή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της, την δημοσιονομική αυτονομία, τις ίδιες πηγές εσόδων και την οργανωτική αυτονομία.
Τα πεδία των αναγκαίων τομών για την εγκαθίδρυση της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν χαρτογραφηθεί σε συγκριτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο και έχουν αποτυπωθεί σε δείκτες (European Commission, 2015). Ως εκ τούτου, τόσο οι προτάσεις της επιτροπής του Υπ. Εσωτερικών όσο και οι προτάσεις όσων συμμετέχουν στο σχετικό δημόσιο διάλογο, μπορούν να ταξινομηθούν και να αξιολογηθούν με βάση αυτή τη μεθοδολογία. Η χρήση της συγκεκριμένης μεθοδολογίας θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε και την πραγματική επίπτωση πολλών προτάσεων σε αυτό που δηλώνουν ότι επιδιώκουν ως αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, αν προτείνεται η καθιέρωση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος που ενισχύει την τοπική αυτονομία, η εφαρμογή των κριτηρίων της τοπικής αυτονομίας (self-rule index for local authorities) μας δείχνει ότι δεν υφίσταται τέτοια σχέση άρα και αποτέλεσμα, δεδομένου ότι αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω είναι αν η ίδια η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να θεσπίζει το εκλογικό σύστημα ανάδειξης των αιρετών οργάνων της. Αν πάλι η απλή αναλογική προτείνεται ως μέθοδος ενίσχυσης της πολιτικής συμμετοχής των πολιτών μέσω ενίσχυσης της αντιπροσωπευτικότητας, πάλι η εφαρμογή των κριτηρίων της τοπικής αυτονομίας μας δείχνει ότι αυτό εξαρτάται περισσότερο από το αν πράγματι η τοπική αυτοδιοίκηση έχει διακριτή πολιτική παρουσία (δηλ. επιρροή στις αποφάσεις, στην άσκηση αρμοδιοτήτων και στην παροχή υπηρεσιών). Με άλλα λόγια, η θεσμική βαρύτητα της ίδιας της τοπικής αυτοδιοίκησης στο επίπεδο χωρικής αρμοδιότητάς της είναι ο σημαντικός παράγοντας για την αντιμετώπιση της πολιτικής αποξένωσης και όχι η εκλογική μηχανική αυτή καθ’ εαυτή.
Οι προτάσεις της επιτροπής του Υπ. Εσωτερικών για την τοπική αυτοδιοίκηση α΄ βαθμού περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στο θέμα της εκλογικής μηχανικής χωρίς να αγγίζουν τα σημαντικά πεδία θεσμικής, δημοσιονομικής και οργανωτικής αυτοτέλειας και ενδυνάμωσης των ΟΤΑ σχέση με τα λοιπά επίπεδα διακυβέρνησης. Κάπως έτσι η ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας μέσω της εκλογικής μηχανικής δεν θα παράγει τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως προς την κινητοποίηση των τοπικών εκλογικών σωμάτων και την διαμόρφωση συναινετικών αποφάσεων αν η τοπική αυτοδιοίκηση παραμείνει ένας ιδιόμορφος θεσμός με αιρετά όργανα αλλά χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες.
Το ίδιο ισχύει και για την περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Οι προτάσεις της επιτροπής του Υπ. Εσωτερικών περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εκλογική μηχανική και την άστοχη πρόταση κατάργησης των άμεσα εκλεγόμενων χωρικών αντιπεριφερειαρχών, χωρίς κατάδειξη τρόπων ενίσχυσης των Περιφερειών ως προς το θεσμικό βάθος, το πεδίο πολιτικής δράσης, την πραγματική επιρροή στις αποφάσεις, την οικονομική και οργανωτική αυτοτέλεια και την ενδοπεριφερειακή αποκέντρωση.
Η χώρα έχει τυπικά ένα σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (Κεντρική Διοίκηση, Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ΟΤΑ α΄και β΄βαθμού) αλλά στην πραγματικότητα έχει ένα συγκεντρωτικό και περιφερειακά χαοτικό σύστημα διακυβέρνησης με ΟΤΑ που χαρακτηρίζονται από έναν εξαιρετικά χαμηλό βαθμό πραγματικής αυτοδιοίκησης. Οι προτάσεις της επιτροπής του Υπ. Εσωτερικών, αν και κάνουν μια αναλυτική περιγραφή πολλών εκ των στρεβλώσεων και των μειονεκτημάτων του υφιστάμενου συστήματος, φαίνεται να εναποθέτουν τις ελπίδες για ενίσχυση της αυτοδιοίκησης στην εκλογική μηχανική. Ωστόσο, η εκλογική μηχανική προς την απλή αναλογική χωρίς ταυτόχρονη ενδυνάμωση της τοπικής αυτονομίας σε αναπτυξιακό, οικονομικό και οργανωτικό επίπεδο, δύναται να έχει οριακή επιρροή στην τοπική πολιτική κινητοποίηση και κυβερνησιμότητα με τελική κατάληξη την περαιτέρω ενίσχυση των θεσμών της Κεντρικής Διοίκησης και την αποδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή