Την Κυριακή ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση μιας διαδικασίας που γέμισε πολλούς με ελπίδα. Μια διαδικασία που πέρασε από πολλές Συμπληγάδες μέχρι να γίνει πράξη. Όλοι συμφωνούσαν ότι ο κατακερματισμός της Κεντροαριστεράς δε μπορούσε να συνεχιστεί αλλά καμία προηγούμενη πρωτοβουλία δεν είχε ευοδωθεί.
Ηδιαδικασία όμως ανέδειξε και μερικές σημαντικές παραμέτρους και έθεσε εξίσου σημαντικά ζητήματα για την επόμενη μέρα.
Πρώτον: Αναδείχθηκε η διάθεση των πολιτών να συμμετέχουν στις πολιτικές διαδικασίες και να έχουν ρόλο στην πολιτική. Και οι πιο ίσως αισιόδοξοι δεν περιμέναν 210.000 πολίτες να συμμετέχουν στην ψηφοφορία.
Δεύτερον: Δυστυχώς στην Ελλάδα η πολιτική παραμένει μια υπόθεση των μεγαλύτερων ηλικιών. Οι νέοι για μια ακόμα φορά έστρεψαν την πλάτη στο εγχείρημα-το 65% όσων προσήλθαν ήταν άνω των 55.
Τρίτον: Οι κομματικοί μηχανισμοί επέδρασαν καταλυτικά και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα. Οι υποψηφιότητες που δεν είχαν καθόλου ή είχαν αδύναμο μηχανισμό υποστήριξης δεν καταφέραν να περάσουν στο δεύτερο γύρο.
Τέταρτον: Η ώσμωση μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και των προοδευτικών με φιλελεύθερες αναφορές δυνάμεων, δε θα χαρακτηριζόταν πετυχημένη. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου υπήρχε ένα « εμείς» και «οι άλλοι», αυτοί που είναι απόγονοι του Α. Παπανδρέου και οι άλλοι που είναι συνεχιστές του εκσυχρονιστικού ρεύματος. Ένας διχασμός που έληξε με νικητή –ποιόν άλλο;- το ΠΑΣΟΚ.
Πέμπτον: Είναι ξεκάθαρο το πολιτικό μήνυμα των ψηφοφόρων. Επέλεξαν για τον δεύτερο γύρο τη Φώφη Γεννηματά- εκφράζει τη συνέχεια στη σταθερότητα του ΠΑΣΟΚ- και το Νίκο Ανδρουλάκη- ως εκφραστή της νέας γενιάς και της ανανέωσης του Κινήματος.
Παράλληλα τίθενται και ερωτήματα για τον μέλλον του νέου φορέα.
Οι υποσχέσεις ενότητας και συμπόρευσης θα ισχύσουν;
Ποια θα είναι η ταυτότητα του νέου φορέα; Ποιος ο προσανατολισμός του; Σε τι θα διαφέρει για παράδειγμα από την ήδη υπάρχουσα Δημοκρατική Συμπαράταξη;
Και ποια είναι η δυναμική που θα αναπτύξει το νέο αυτό σχήμα;
‘Όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, θα συζητηθούν μετά την εκλογή του αρχηγού την επόμενη Κυριακή και εξαρτώνται σε ένα βαθμό από αυτή.
Η προίκα των 210.000 ψήφων γεμίζει τους διεκδικητές με ευθύνη.
Στο χέρι τους είναι αυτή την προίκα είτε να την πολλαπλασιάσουν είτε να την εξανεμίσουν.
Ένα όμως είναι σίγουρο: για την Κεντροαριστερά δε θα υπάρξει επόμενη φορά.
Ένα όμως είναι και το κρίσιμο ερώτημα που κατά την άποψή μου πρέπει να απαντηθεί: Ο νέος φορέας τι διαφορετικό κομίζει;
Σε τι διαφέρει η πρόταση- ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά- από την πρόταση του δικομματισμού;
Γιατί αν δεν απαντηθεί με θετικό τρόπο αυτό το ερώτημα, τότε οι πολίτες θα στραφούν στη μία ή την άλλη λύση, «για να φύγουν οι άλλοι» ή « για μην έρθουν οι άλλοι».
Πιστεύω ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς από μόνος του είναι πολύ μικρός για να καλύψει αυτό το δίλημμα.
Για τις απαντήσεις σε τόσο μεγάλα ζητήματα χρειάζεται η σύμπραξη ευρύτερων δυνάμεων του κέντρου και ευρύτερων δυνάμεων της κοινωνίας.