Το μεγάλο γεγονός του 2017, ενός ακόμα annus horribilis, δεν ήταν ένα γεγονός αλλά η αποκρυστάλλωση μιας εξέλιξης. Τη χρονιά που κλείνει συνδέθηκαν με τέτοιο τρόπο τα νήματα, ώστε δεν υπάρχει πια η πολυτέλεια της άγνοιας: η παγκόσμια κοινότητα βυθίζεται ανεπαίσθητα αλλά μάλλον αναπόδραστα σε μια νέα μορφή «Δημοκρατίας» που βρίσκεται πολύ κοντά στον αυταρχισμό. Μπορεί η εξέλιξη αυτή να αφορά, μέχρι στιγμής, σχετικά λίγες χώρες, αλλά το δηλητήριό της εξαπλώνεται παντού.
Τρία είναι, στα μάτια μου, τα βασικά στοιχεία αυτής της πορείας προς τη δημοκρατική φθορά: η διαστρέβλωση των κανόνων του παιχνιδιού, η υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και η «κανονικοποίηση» των ακραίων τάσεων και στάσεων. Συνδεόμενα και σωρευόμενα όλα αυτά διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι συνεχείς «νίκες του κακού» παύουν να αποτελούν έκπληξη, οι προσδοκίες των πολιτών μειώνονται έως εξαφάνισης και οι λύσεις σε πρωτόγνωρα και παγκόσμια προβλήματα «αναζητούνται» (χωρίς ελπίδα ευόδωσης) στο στενό επίπεδου του έθνους και της ομάδας συμφερόντων.
Μέσα στο 2017 βεβαιωθήκαμε, μέσα από απτές αποδείξεις, ότι ο συνδυασμός έξωθεν ανάμιξης σε εκλογές και συνειδητής διασποράς ψευδών ειδήσεων αλλοιώνει ακόμα και το «τυπικότερο» στοιχείο της τυπικής δημοκρατίας, δηλαδή το εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι η Ρωσία του Πούτιν έχει τις τεχνικές δυνατότητες και την πολιτική βούληση να επεμβαίνει και να επηρεάζει εκλογές σε άλλες χώρες. Το έκανε στις αμερικανικές εκλογές του 2016, με τη συμπαιγνία, πιθανότητα, του ενός των δύο υποψηφίων, κάτι το οποίο εξετάζει ήδη, αλλά κάτω από ασφυκτικές πιέσεις, η ιδιότυπη αμερικανική Δικαιοσύνη. Το επιχείρησε σίγουρα στις ολλανδικές, γαλλικές και γερμανικές εκλογές του 2017, με όχι τόσο εμφανή αλλά σίγουρα υπαρκτά αποτελέσματα. Αναμίχθηκε -και θριάμβευσε- στο δημοψήφισμα του Μπρέξιτ, ενδιαφέρεται και έχει μπει για τα καλά στις εξελίξεις της Καταλονίας, που τρέχουν μήνες και ολοκληρώνονται με τις εκλογές αυτής της Πέμπτης. Σήμερα η Ρωσία, για να διαλύσει τους σταθερούς άξονες της δυτικής Δημοκρατίας, γιατί όχι αύριο, για τους δικούς τους σκοπούς, η Κίνα, η Βόρεια Κορέα, ακόμα και οι ΗΠΑ, αν το σημερινό της καθεστώς μπορέσει να επιβιώσει.
Η πολιτική αυτή, αλλά «αόρατη», αφού μέσω της τεχνολογίας και ειδικά του Διαδικτύου, ανάμιξη, έρχεται να προστεθεί στην εξάπλωση του φαινομένου των «ψευδών ειδήσεων», που επηρέασε καταλυτικά τη νίκη του Τραμπ και ακολουθεί έκτοτε σχεδόν κάθε έκφραση της λαϊκής βούλησης. Χωρίς μάλιστα να αποτελεί όπλο μόνο των ακραίων ή των ανοιχτά αυταρχικών, καθώς στις πρόσφατες εκλογές στην Αυστρία το χρησιμοποίησαν και οι Σοσιαλδημοκράτες έναντι των αντιπάλων τους. Η εικόνα που είχαμε ως τώρα ότι η Δημοκρατία στην εποχή μας έχει καταστεί εξαιρετικά περίπλοκη, ώστε να δυσκολεύεται να την παρακολουθήσει, ακόμα και στις βασικές πτυχές της, ο πολίτης, αλλά ότι τουλάχιστον ο πολίτης έχει τον τελευταίο λόγο, αλλάζει: δεν είναι μόνο περίπλοκη, είναι και τηλεκατευθυνόμενη.
Ασφυκτική πίεση ασκείται και σε ένα άλλο τμήμα του δημοκρατικού πυρήνα: το Κράτος Δικαίου. Το 2017 κλείνει με ένα μείζον αλλά δυστυχώς ούτε απρόβλεπτο ούτε μεμονωμένο θεσμικό γεγονός: την για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης πυροδότηση της διαδικασίας του άρθρου 7 των Συνθηκών, του «πυρηνικού όπλου» μεταξύ εταίρων, για παραβίαση του λεγόμενου «κοινού συνταγματικού πολιτισμού» της Ένωσης. Η απόφαση που πήρε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Δεκεμβρίου κατά της Πολωνίας στηρίζεται στη διαπίστωση ότι, στη χώρα αυτή, «υπάρχει σήμερα ένας σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης του Κράτους Δικαίου». Ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών της εθνικιστικής κυβέρνησης του PiS (ειρωνικά τα αρχικά αυτά κρύβουν τις λέξεις «Δίκαιο και Δικαιοσύνη»), που κυοφορούνται πολύ καιρό, ολοκληρώθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου και πλήττουν ευθέως την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης: διορισμός των «εκλεκτόρων» των ανώτατων δικαστών από την πλειοψηφία, μεταβολή του ορίου ηλικίας των ανώτατων δικαστών αλλά με δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να επιμηκύνει τη θητεία όσων επιθυμεί, πρόσδοση δικαιώματος στο έτσι «ευθυγραμμισμένο» Ανώτατο Δικαστήριο να ξανανοίγει υποθέσεις που είχαν κριθεί από τα κατώτερα δικαστήρια ακόμα και πριν από είκοσι χρόνια. Αυτές δε οι αλλαγές προστίθενται σε προηγούμενες, που επίσης είχαν επισύρει αντιρρήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περί άρνησης διορισμού των ανώτατων δικαστών που είχαν επιλεγεί κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης, περί απονομής των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα στον Υπουργό Δικαιοσύνης και περί ελέγχου του Ανώτατου Δικαστηρίου από την πλειοψηφία. Ουσιαστικά, δικαστική ανεξαρτησία δεν υπάρχει πλέον στην Πολωνία.
Αλλά η Πολωνία δεν είναι η μόνη χώρα στην οποία συρρικνώνονται θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες στο όνομα του λαού και της «επιστροφής στις ρίζες». Στην Ουγγαρία του Όρμπαν τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα –και γι’ αυτό η διαδικασία «τιμωρίας» της Πολωνίας δεν έχει καμία πιθανότητα να ευοδωθεί, αφού απαιτείται ομόφωνη απόφαση των κρατών-μελών και η Ουγγαρία έχει ήδη κατηγορηματικά εκφράσει την αντίθεσή της. Ο άξονας των «χωρών του Βίζενγκαρντ» (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), σφίγγει όλο και περισσότερο, με τη διπλή έννοια του όρου: και οι σχέσεις των χωρών αυτών, ασχέτως κυβερνητικού «χρώματος» (στη Σλοβακία κυβερνούν «σοσιαλιστές»), γίνονται διαρκώς πιο στενές και το κράτος δικαίου στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχεται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις. Και βρίσκει μιμητές, ακόμα και στη χώρα μας.
Η τρίτη εξέλιξη ολοκληρώθηκε κι αυτή στο τέλος του 2017 με το σχηματισμό της νέας Αυστριακής κυβέρνησης, που περιλαμβάνει την ακροδεξιά ως ισότιμο εταίρο, στον οποίο απονεμήθηκαν μάλιστα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Εξωτερικών και Άμυνας. Δεν είναι η πρώτη φορά που ακροδεξιό κόμμα βρίσκεται εντός κυβερνητικού συνασπισμού σε ευρωπαϊκή χώρα: είχε ξανασυμβεί στην Αυστρία το 2000, συμβαίνει, όπως υπενθύμισε και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην Ελλάδα σήμερα. Αυτό που αλλάζει είναι πόσο φυσιολογικό θεωρείται πια κάτι τέτοιο. 250.000 πολίτες είχαν βγει στους δρόμους της Βιέννης διαμαρτυρόμενοι στις αρχές του αιώνα, μεταξύ 10.000 και 15.000 με την εξαγγελία της νέας κυβέρνησης προχθές. Η «λεπενοποίηση» των πνευμάτων, το πέρασμα δηλαδή της ακροδεξιάς λογικής στα προγράμματα πολλών παραδοσιακών κομμάτων (και όχι μόνο Δεξιών), οι πιέσεις και οι φαντασιώσεις που δημιουργεί το μεταναστευτικό, η απογοήτευση από την πορεία της οικονομίας και της Ευρώπης γενικότερα, συνέβαλαν σε μια διανοητική μεταστροφή που συνιστά από μόνη της νίκη. Και απειλή, ακόμα και αν δεν μετατρέπεται σε εκλογικές νίκες.
Οι αντιστάσεις της Δημοκρατίας, θεσμικές και πολιτικές, έναντι όσων την εμποτίζουν δηλητήριο είναι εγγενώς περιορισμένες: η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα της αποδοχής, ακόμα και της αποδοχής της ίδιας της αποδόμησής της. Η ευθύνη περνά στους λαούς, αλλά οι λαοί, πρώτον, είναι ανεπίγνωστοι και, δεύτερον, μπορεί να τους υποκλαπεί η βούληση, ακόμη και η ψήφος. Και ο φαύλος κύκλος κλείνει -το ίδιο ανεπαίσθητα και συντριπτικά όπως άνοιξε.