Η κυρίαρχη τάση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας και μέριμνας εστιάζει στην εξειδικευμένη στήριξη και παροχή υπηρεσιών, τον εξυπηρετούμενο, την δέσμευση του ωφελούμενο σε ένα ατομικό πλάνο ενεργειών και στόχων. Την ίδια περίοδο, καταγράφεται όξυνση του φαινομένου του κοινωνικού και χωρικού αποκλεισμού ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Η ίδια η ΕΕ στον προγραμματικό της λόγο αναφέρεται πια σε «περιθωριοποιημένες κοινότητες». Η χώρα μας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έδειχνε ότι ακολουθεί μια τάση προς μεγαλύτερη ένταση κοινωνικού και χωρικού αποκλεισμού, τουλάχιστον στα δυο μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της χώρας. Οι επιπτώσεις της κρίσης και της διαχείρισής της σε συνδυασμό με την άνοδο της ρητορικής μίσους, φόβου και αποξένωσης έχουν πια αποτυπωθεί στο νέο χάρτη κοινωνικών και χωρικών διαιρέσεων που στην Αττική λαμβάνουν και το χαρακτήρα της γκετοποίησης.
Στη βάση αυτών των ανησυχητικών εξελίξεων βρίσκεται η γεωγραφική και κοινωνικο-οικονομική κοινότητα. Βρίσκεται η χωρική συγκέντρωση περιθωριο-ποιημένων πια ομάδων πληθυσμού σε συγκεκριμένες χωρικές ενότητες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Ρομά, μέρος των παλιννοστούντων ομογενών, μεταναστών- αλλοδαπών τρίτων χωρών και μέρους της εργατικής και υπαλληλικής κοινωνικής ομάδας που εντάσσεται πια στους μακροχρόνιους ανέργους ή σε όσους απειλούνται από εισοδηματική φτώχεια ή/και κοινωνικό αποκλεισμό. Η εξατομικευμένη προσέγγιση της προσφοράς κοινωνικής φροντίδας ή και ατομικής κινητοποίησης έχει όρια και έμμεσες αρνητικές συνέπειες (πχ., στιγματισμός, αυτό-υποτίμηση). Η συγκέντρωση αυτών των ομάδων σε χώρους τραγικής υποβάθμισης και η άγνοια ή παραμέληση των αναγκών τους, καλούν για την ανάληψη πρωτοβουλιών κοινοτικής οργάνωσης και ανάπτυξης. Σε αυτό το πεδίο, η κοινοτική εργασία όχι μόνο μπορεί να βοηθήσει αλλά ουσιαστικά είναι το μόνο διαθέσιμο εργαλείο για την ενδυνάμωση των κοινοτήτων/ κοινωνικών ομάδων, την υποστήριξη μέσω συνηγορίας και την εκκίνηση μιας διαδικασίας ενεργούς δράσης για την διεκδίκηση βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους.
Η εμπλουτισμένη δεύτερη έκδοση του τόμου για τις στρατηγικές, τις μεθόδους και τις τακτικές της Κοινοτικής Εργασίας από τον καθηγητή κοινωνικής εργασίας, κ. Π. Σταθόπουλο (εκδόσεις Παπαζήση) δημοσιεύεται σε μια περίοδο όπου έχουν αναπτυχθεί μια σειρά κοινωνικών προγραμμάτων, όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το πρόγραμμα Στέγαση και Επανένταξη, το ταμείο για την επισιτιστική και υλική στήριξη, ad hoc κοινωνικά επιδόματα. Τα προγράμματα αυτά παρέχουν ένα ανακουφιστικό πλαίσιο μέσω της προσφερόμενης κοινωνικής φροντίδας, ανοίγοντας το πεδίο σε επίπεδο κοινότητας για την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών για ζητήματα, όπως η κάλυψη κενών σε κοινωνικές υποδομές, η στοχευμένη βελτίωση συνθηκών διαβίωσης σε περιοχές της χώρας αλλά και η αντιμετώπιση των ζητημάτων ρατσισμού και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στη χώρα μας διαβιούν «παραδοσιακές» πια κοινωνικές ομάδες αποκλεισμένων και περιθωριοποιημένων ενώ προστέθηκε και μια σημαντική πληθυσμιακή ομάδα προσφύγων και μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και τη Β. Αφρική. Οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στη χώρα μας από τις αρχές του ΄90 έχουν οδηγήσει σε μεγάλο βαθμό χωροταξικού και κοινωνικού διαχωρισμού, ιδιαίτερα στις πόλεις μας. Ο διαχωρισμός αυτός ευνοεί την άγνοια και παραμέληση των αναγκών των κοινωνικών ομάδων που διαβιούν σε υποβαθμισμένες περιοχές, εντείνει τα φαινόμενα γκετοποίησης και πυροδοτεί μια ένταση των ανισοτήτων σε μια νέα κλίμακα, άγνωστη για τα ελλαδικά δεδομένα. Εντός των ίδιων των υποβαθμισμένων περιοχών, οι διαφοροποιημένες ταυτότητες χρησιμοποιούνται και δομούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να κατακερματίζεται και εν τέλει να αποδυναμώνεται η τοπική κοινοτική δράση, να στιγματίζονται ακόμα περισσότερο συγκεκριμένες περιοχές και πληθυσμιακές ομάδες και να παραμένει η κοινοτική οργάνωση και ανάπτυξη σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Σε αυτό το σκηνικό, τόσο οργανωμένες ομάδες των περιθωριοποιημένων όσο και στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και των κοινωνικών υπηρεσιών, αναζητούν εργαλεία για να διαμορφώσουν, να συντονίσουν και να υλοποιήσουν παρεμβάσεις και δράσεις με σκοπό την αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης σε τοπικό επίπεδο, την αντίσταση στη γκετοποίηση και την ενίσχυση της αλληλεγγύης.
Στον τόμο «Κοινοτική Εργασία. Στρατηγικές, Μέθοδοι, Τακτικές» του Π. Α. Σταθόπουλου, τόσο εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων όσο και στελέχη των κοινωνικών υπηρεσιών και προγραμμάτων, μπορούν να βρουν ένα πρακτικό εγχειρίδιο που συνδυάζει τη θεωρητική αναφορά με την εμπειρική τεκμηρίωση προκειμένου να δουλέψουν συστηματικά και αποτελεσματικά στο πεδίο της κοινοτικής οργάνωσης και ανάπτυξης.
Επιπρόσθετα, η τοπική αυτοδιοίκηση και τα τοπικά στελέχη καλούνται σήμερα να παρέχουν μια ευρεία σειρά κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και να συμβάλουν στην υλοποίηση τοπικών αναπτυξιακών και κοινωνικών προγραμμάτων. Σε αυτό το ρόλο και την πρόκληση, πολύ συχνά οι φορείς της κεντρικής διοίκησης και μεγάλων οργανισμών, δεν έχουν αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο για τη μελέτη των κοινοτήτων παρέμβασης και την εκτίμηση των αναγκών τους. Η λογική του συγκεντρωτισμού τελικά όχι μόνο αποτυγχάνει να παρέχει αποτελεσματικά και αποδοτικά κοινωνικά έργα αλλά πολλές φορές τραυματίζει τις τοπικές κοινωνίες και την τοπική κοινωνική συνοχή.
Η συμμετοχικότητα στις μέρες μας θεωρείται βασική αρχή της δημόσιας δράσης αλλά στην πράξη δημιουργεί πολύ μεγάλη δυσανεξία στους σχεδιαστές των πολιτικών, σε συνθήκες έντονων ανισοτήτων και συγκρούσεων, αντιπαραθέσεων για τις ταυτότητες και κυριαρχίας ενός τεχνοκρατικού λόγου εξειδίκευσης που «γνωρίζει εκ των προτέρων το καλό μας και το καλό των τόπων μας». Κάπως έτσι αγγίζουμε και τα όρια της κοινοτικής εργασίας μέσα στις οργανώσεις (είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα) αφού αυτή δεν μπορεί παρά να περιορίζεται από το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο, τη στοχοθεσία και την αποστολή κάθε φορέα.
Σε αυτό ακριβώς όμως το σημείο αναδεικνύεται η σημασία, το αξιακό και εργαλειακό φορτίο της κοινοτικής εργασίας: Η κοινοτική εργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο και μέθοδος από τις ίδιες τις τοπικές κοινότητες, τις κοινωνικές ομάδες και συσσωματώσεις για την ανάδειξη ζητημάτων, για την διεκδίκηση πόρων και λύσεων, για την δημιουργία συσπειρώσεων προς επίτευξη αλληλεγγύης, αυτό-οργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, προς συνεταιρισμό και κοινή δράση. Όπως εξαιρετικά εύστοχα διατυπώνει ο καθηγητής Π. Α. Σταθόπουλος στον επίλογο του τόμου (σ.483), «στην Ελλάδα που μαστίζεται από οικονομική και κοινωνική δυσπραγία, που αυξάνεται η ατομική και συλλογική ανασφάλεια και η αμφισβήτηση κοινωνικών δικαιωμάτων, η κοινοτική εργασία έχει ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο να επιτελέσει: να συμβάλλει στη διεκδίκηση κοινωνικών αλλαγών, στην ενδυνάμωση κοινωνικών δεσμών, την οργάνωση κοινωνικών δικτύων και την υπεράσπιση των αδύναμων και ευάλωτων γενικά ομάδων του πληθυσμού της χώρας».