Μια ρήση, που ακουγόταν συχνά τις τελευταίες δεκαετίες, ανέφερε πως η Ελλάδα ήταν φτωχή αλλά οι πολίτες της πλούσιοι. Πέραν της κοινοτυπίας και της γενίκευσης της δήλωσης αυτής που προσεγγίζει τα όρια του λαϊκισμού, ενυπάρχει άραγε μια αλήθεια σε αυτή:
Είναι γεγονός πώς η χώρα διαχρονικά είχε φτωχές δημοσιονομικές επιδόσεις, αλλά κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης γνώρισε μια ευημερία που βασίστηκε στη γιγάντωση και την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης. Η διαχρονική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος του μέσου νοικοκυριού τις τελευταίες δεκαετίες και η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους διαμόρφωσαν συνθήκες κοινωνικής ευημερίας στη χώρα.
Η κοινωνική και οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009, εξαιτίας των δίδυμωνελλειμμάτων και του στρεβλού παραγωγικού μοντέλου έπληξε καίρια τα εισοδήματα των μεσαίων και των πιο ασθενών στρωμάτων.
Η λύση που προκρίθηκε από τους πιστωτές και από τις ελληνικές κυβερνήσεις για την εξισορρόπηση των οικονομικών της χώρας ήταν αυτής της εσωτερικής υποτίμησης. Πράγμα που μεταφράστηκε σε δραστικές μειώσεις μισθών και συντάξεων, σε εκτίναξη της ανεργίας και σε μαζική φυγή εργατικού δυναμικού -ιδιαίτερα νέων επιστημόνων- στο εξωτερικό.
Οι πρόσθετες ανισορροπίες που δημιούργησε η υπερβολική και μονόπλευρη προσήλωση των προγραμμάτων διάσωσης στη δημοσιονομική προσαρμογή και η αυτοκτονική εμπειρία του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ,οδήγησαν σε ένα τρίτο πρόγραμμα το οποίο στην πορεία στόχευσε ευθέως στους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνικής αλυσίδας.
Γίνεται σταδιακά διακριτή η πεποίθηση των πιστωτών πως μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα μείγμα διαρθρωτικών και δημοσιονομικών μέτρων που θα συρρίκνωνε περαιτέρω τη μεσαία τάξη και θα επικέντρωνε τις περικοπές στους φτωχότερους.
Η επίθεση αυτή στόχευσε συντονισμένα σε τέσσερα μέτωπα:
- Στους χαμηλοσυνταξιούχους
- Στους μισθωτούς με χαμηλό εισόδημα
- Στη συναλλακτική συμπεριφορά των πολιτών
- Στον συνδικαλισμό
Πρώτα με τον νόμο Κατρούγκαλου, την κατάργηση του ΕΚΑΣ και τα μέτρα μειώσεων των συντάξεων της δεύτερης αξιολόγησης οι περικοπές στους συνταξιούχους άγγιξαν την ευρεία πλειοψηφία που λάμβαναν λιγότερα από 800 ευρώ τον μήνα, περιορίζοντας δραστικά το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Στη συνέχεια η κυβέρνηση μειώνοντας το αφορολόγητο στα 5.600 ευρώ ετησίως με τη δεύτερη αξιολόγηση, έπληξε σε μεγάλο βαθμό εισοδήματα μισθωτών και αγροτών που δεν ξεπερνούσαν τα 10.000 ευρώ ετησίως. Το 19,5% (902 χιλιάδες συμπολίτες μας) των μισθωτώνθα φορολογηθούν για πρώτη φορά για τα ήδη χαμηλά εισοδήματά τους, ενώ επιπροσθέτως 1.670.000 μισθωτοί φορολογούμενοι θα δουν σημαντικές ποσοστιαίες αυξήσεις στις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Σχεδόν το σύνολο των μικρομεσαίων και των πιο αδύναμων θα κληθούν να συνεισφέρουν στα δημόσια έσοδα ποσό που προσεγγίζει τα 2 δις ευρώ.
Η τρίτη αξιολόγηση φιλοδοξεί να κλείσει τα 2 εναπομείναντα ανοικτά μέτωπα.
Με τις ρυθμίσεις για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, που ολοκληρώνονται με τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου της τρίτης αξιολόγησης, και με την σκόπιμη αποσιώπηση του ζητήματος της προστασίας της πρώτης κατοικίας, η ακίνητη περιουσία των νοικοκυριών ανεξαρτήτως της αξίας της και του εισοδήματος των ιδιοκτητών της καθίσταται όμηρος των οφειλών σε Ταμεία, Δημόσιο και τράπεζες που έχουν οι Έλληνες πολίτες. Στόχος η αύξηση της συμμόρφωσης, των εισπράξεων και η βελτίωση της συναλλακτικής πίστης με μοχλό πίεσης την κατοικία.
Τέλος το τέταρτο και σημαντικότερο μέτωπο που κλείνει η τρίτη αξιολόγηση είναι με το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες.Ο περιορισμός της απεργιακής δυνατότητας των πρωτοβάθμιων σωματείων που εισάγεται με τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου επιδιώκει να μειώσει τη δύναμη του συνδικαλισμού και τη μόχλευση που έχει επί του πολιτικού συστήματος.
Τέσσερα μέτωπα που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αγγίξουν και που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διευθετεί με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται ο καλύτερος μνημονιακός μαθητής. Ένας επικοινωνιακά άριστος διαχειριστής της μιζέριας και της στασιμότητας που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μια κοινωνία με μια ισχνή μεσαία τάξη και διευρυμένα στρώματα νεόπτωχων. Αν δεν αντιστραφεί άμεσα αυτή η πορεία σε λίγα χρόνια θα μιλάμε για την Ελλάδα ως μια χώρα μέτριο εισόδημα αλλά με φτωχούς πολίτες.