Είναι γνωστό από ερευνητικά ευρήματα και το δημόσιο διάλογο ότι στη χώρα μας παρουσιάστηκε αύξηση των αυτοκτονιών κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης με έτος καμπής το 2011. Σύμφωνα με τη στατιστική θανάτου της ΕΛΣΤΑΤ για τα έτη 2000-2014, οι θάνατοι που πιστοποιήθηκαν ως οφειλόμενοι σε αυτοκτονίες και αυτο-επιβαλλόμενες κακώσεις (σύμφωνα με τα πιστοποιητικά θανάτου αυξήθηκαν από τους 382 το 2000 στους 565 το 2014 σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση απουσιάζει η αναφορά στην περιφερειακή διάσταση του φαινομένου και τη συσχέτισή τους τόσο με το εύρος και την ένταση κοινωνικο-οικονομικών φαινομένων σε συγκεκριμένες περιοχές (πχ., μακροχρόνια ανεργία) όσο και με την διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, κυρίως σε πρωτοβάθμιο επίπεδο.
Η περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Κάνοντας χρήση των στοιχείων για τις αιτίες θανάτων ανά τόπο μόνιμης κατοικίας των θανόντων την περίοδο 2002-2014 (ΕΛΣΤΑΤ) και συγκρίνοντας την Περιφερειακή Ενότητα Δυτικής Αττικής (Δήμοι Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Μάνδρας- Ειδυλλίας- Ερυθρών, Μεγάρων και Φυλής) με την υπόλοιπη Ελλάδα, διαπιστώνεται ότι ο δείκτης αυτοκτονιών (αριθμός θανάτων από αυτοκτονία και αυτό-επιβαλλόμενη κάκωση) στην Δυτική Αττική αυξήθηκε κατά 615,4% έναντι 73,3% σε όλη τη χώρα την αναφερόμενη περίοδο (βλ. Διάγραμμα 1).
Ο αριθμός των θανάτων στη Δυτική Αττική που οφείλονταν σε αυτοκτονίες και σε αυτο-επιβαλλόμενες κακώσεις αυξήθηκε από 2 το 2002 σε 15 το 2014. Ο δείκτης αυτοκτονιών (αριθμός αυτοκτονιών ανά 100.000 κατοίκους) αυξήθηκε στην Δυτική Αττική από 1,3 το 2002 στο 9,3 το 2014, δηλ. εξαπλασιάστηκε! Στο σύνολο της χώρας, ο δείκτης αυτοκτονιών αυξήθηκε το ίδιο χρονικό διάστημα από 3,1 στο 5,2. Η σύγκριση αυτών των τιμών μεταξύ Δυτικής Αττικής και Ελλάδας δείχνει την εξαιρετικά δυσανάλογη εξέλιξη του φαινομένου στην Περιφερειακή Ενότητα Δυτικής Αττικής. Επιπρόσθετα, η εστίαση στα χρόνια της κρίσης (2010-2014, βλ. Διάγραμμα 2) δείχνει ότι αυτή η ένταση του φαινομένου ήταν και πιο απότομη στην περίπτωση της Δυτικής Αττικής.
Δεδομένου ότι τα διαθέσιμα στοιχεία θανάτων ανά αιτία είναι διαθέσιμα μόνο σε επίπεδο Περιφερειακών Ενοτήτων, είναι εμφανές ότι «αποκρύπτουν» ακόμα μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις σε επιμέρους χωρικά επίπεδα, όπως αυτά των Δήμων, των Δημοτικών Ενοτήτων και των πολεοδομικών ενοτήτων/γειτονιών. Η εξαιρετικά υψηλή χωρική συγκέντρωση πληθυσμιακών ομάδων που πλήττονται από φτώχεια, περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό δημιούργησε μια απότομη αύξηση των αναγκών στο πεδίο της ψυχικής υγείας που έμειναν ακάλυπτες. Οι ανάγκες αυτές δεν καλύφθηκαν λόγω της απώλειας ασφαλιστικής ικανότητας που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια κατά την πρόσβαση στο υγειονομικό σύστημα, την έλλειψη πόρων για κάλυψη μέσω του ιδιωτικού τομέα αλλά και την τραγική έλλειψη υπηρεσιών και προγραμμάτων ψυχικής υγείας στην Δυτική Αττική.
Η προσπάθεια σταθεροποίησης και ενδυνάμωσης του δημόσιου τομέα της υγείας μετά το 2015 (πχ., υγειονομική και φαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων) σε συνδυασμό με την καθολική εφαρμογή αναγκαίων προνοιακών μέτρων, όπως το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, εκτιμάται ότι θα έχει συμβάλει θετικά στη μείωση του δείκτη αυτοκτονιών στη Δυτική Αττική. Επιπρόσθετα, η σταθεροποίηση και μείωση της ανεργίας στην περιοχή, επίσης, εκτιμάται ότι θα έχει συμβάλει στη μείωση της κοινωνικής δυσανεξίας και δυσφορίας σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, αναμένουμε τα στοιχεία σε επίπεδο Περιφερειακών Ενοτήτων για τα έτη 2015-2017 που αφορούν τις αιτίες θανάτου για να ελέγξουμε και εμπειρικά αυτές τις εκτιμήσεις και να διαπιστώσουμε την σταθεροποίηση και μείωση του φαινομένου στη Δυτική Αττική καθώς και την εξέλιξή συγκριτικά με τη λοιπή χώρα.
Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένο το ρόλο του υγειονομικού συστήματος ως ενδιάμεσου παράγοντα που δρα καταλυτικά στην εξέλιξη των συνεπειών κοινωνικο-οικονομικών φαινομένων (πχ., αύξηση της ανεργίας) στο πεδίο της (ψυχικής) υγείας, η τραγική έλλειψη της Δυτικής Αττικής σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και σε σχετικά προγράμματα εμμένει και ίσως αποδειχθεί ένας παράγοντας για τη μικρότερη σε σχέση με την εκτιμώμενη μείωση του δείκτη αυτοκτονιών και αυτο-επιβαλλόμενων κακώσεων στην περιοχή.
Η Περιφερειακή Ενότητα της Δυτικής Αττικής συνιστά έναν τομέα υγειονομικής παρέμβασης με 160.000 μόνιμους κατοίκους, τομέα στον οποίο δεν υπάρχει Κέντρο Ψυχικής Υγείας, δεν καταγράφεται κάλυψη από κινητές μονάδες ενώ οι σχετικές ειδικότητες σπανίζουν και στο τοπικό δημόσιο σύστημα υγείας. Επιπρόσθετα, η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη ανασφάλεια, στιγματισμό, θυματοποίηση, διαπολιτισμικές συγκρούσεις και αυξημένο βαθμό κοινωνικής δυσφορίας, στοιχεία που συμβάλουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο εξαιρετικά ευάλωτο και σε ζητήματα ποιότητας συνθηκών διαβίωσης και ψυχικής υγείας.
Η κατάρτιση και υλοποίηση ενός σχεδίου δράσης για τη ψυχική υγεία στην Δυτική Αττική και ειδικότερα για την πρόληψη των αυτοκτονιών θα μπορούσε να συνεισφέρει στην κινητοποίηση των αναγκαίων πόρων προκειμένου να καλυφθούν τα διαχρονικά ελλείμματα στον τομέα αυτό, να αντιμετωπιστούν ανισότητες στη (ψυχική) υγεία που αντανακλούν δεδομένες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες εντός της Αττικής αλλά και να προωθηθούν δράσεις και προγράμματα σε μια ευρεία σειρά επιμέρους θεμάτων ψυχικής υγείας από τα σχολεία, τις γειτονιές μέχρι και τις τοπικές δημόσιες υπηρεσίες.