Επειδή αρκετός λόγος γίνεται για την πραγματική Αριστερά τελευταία, αν υπάρχει, πόσο μοιάζει ή θα μπορούσε να μοιάσει με τη δική μας, ποια η σχέση της με τα Μνημόνια και με την Ευρώπη και με το Κράτος Δικαίου, καλό θα ήταν, και για τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές και για τους Έλληνες κυβερνώντες, να ρίξουν μια ματιά προς την Πορτογαλία.
Γιατί αν η υπαγωγή χωρών της Ευρωζώνης σε Μνημόνια δεν τιμά ούτε τις ίδιες ούτε την Ευρωπαϊκή Ένωση, και αν η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τον πολιτικό λαϊκισμό της εποχής είχε ως πρώτο θύμα την Αριστερά, η Πορτογαλία είναι η μόνη χώρα που σπάει και τα δύο αυτά στερεότυπα. Αφενός μπορεί να θεωρηθεί ότι υλοποίησε σε κάποιο βαθμό την προσδοκία να χρησιμοποιήσει την κρίση ως ευκαιρία και αφετέρου μπορεί να καυχηθεί ότι η μετα-μνημονιακή μεταμόρφωση της οδηγείται και οφείλεται σε μια πραγματικά Αριστερή κυβέρνηση.
Ελάχιστοι θα έδιναν πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος το Νοέμβριο του 2015, όταν, μετά από βουλευτικές εκλογές τις οποίες είχε χάσει έναντι του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού του Πάσους Κοέλιο, το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Αντόνιο Κόστα έπαιρνε, σχεδόν κόντρα και στη βούληση του Προέδρου της Δημοκρατίας Καβάκο Σίλβα, τα ηνία μιας κυβέρνησης που στηριζόταν στην κοινοβουλευτική αποδοχήαπό τρία μικρότερα κόμματα: το «Αριστερό Μπλοκ», κάτι σαν πορτογαλικό ΣΥΡΙΖΑ, το Κομμουνιστικό Κόμμα, λίγο λιγότερο σταλινικό από το δικό μας, και τους Οικολόγους-Πράσινους, που δεν τους χαρακτήριζε μόνο η οικολογία αλλά και ο αριστερισμός.
Λόγω του ετερόκλητου των υλικών του αλλά και της προεικαζόμενης δυσκολίας να σταθεί όρθιος στο δρόμο του, ο κυβερνητικός αυτός συνασπισμός πήρε το παρατσούκλι «geringonca», που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «παλιάμαξα». Δυόμιση χρόνια μετά, η παλιάμαξα συνεχίζει να λέγεται έτσι αλλά έχει γίνει, στα μάτια των περισσότερων αναλυτών και της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, κάτι σαν Πόρσε των φτωχών.
Αυτό που πέτυχε, κόντρα σε όλες τις προσδοκίες, η κυβέρνηση Κόστα είναι να γυρίσει τη σελίδα της λιτότητας, επαναφέροντας μισθούς και συντάξεις στα προ Μνημονίου επίπεδα και ενισχύοντας παράλληλα το κοινωνικό κράτος, χωρίς να χρειαστεί να θέσει σε διακινδύνευση το δημοσιονομικό συμμάζεμα. Η Πορτογαλία παρουσίασε το 2016, για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στην ευρωζώνη (1999), έλλειμμα κάτω του 2%, ενώ το 2017 είχε ανάπτυξη κοντά στο 3%, επίσης τη μεγαλύτερη από το 1999, καθώς και σημαντική μείωση της ανεργίας, που είναι πλέον κοντά στο 10%, χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό το μικρό θαύμα επιτεύχθηκε χάρις σε ένα συνδυασμό πολιτικού βολονταρισμού και αξιοποίησης της συγκυρίας, συνιστά δε απόδειξη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν εμποδίζει πρωτοβουλίες των κρατών μελών αλλά διψά για πραγματικές ιστορίες επιτυχίας.
Οι τρεις πολιτικοί λόγοι που επέτρεψαν την πορτογαλική ιδιαιτερότητα είναι, πρώτον η προσωπικότητα του Αντόνιο Κόστα και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού είναι το σοσιαλιστικό, δεύτερον, ότι κατά τη μνημονιακή εποχή και τη μνημονιακή διακυβέρνηση δεν είχε υπάρξει διχασμός ούτε των κομμάτων ούτε της κοινωνίας (άγνωστα εκεί τα Ζάππεια και τα σχισίματα των Μνημονίων) και, τρίτον, ότι η κυβέρνηση χτίστηκε και στηρίζεται σε πολύ γερές προγραμματικές βάσεις. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων επέτρεψε τη διατήρηση του σταθεροποιητικού και φιλοευρωπαϊκού προσανατολισμού, παρότι ούτε το Μπλοκ οπότε οι Κομμουνιστές επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, με προσθήκη στοχευμένων μέτρων κοινωνικής πολιτικής, πιθανότατα πέραν εκείνων που θα έπαιρναν οι Σοσιαλιστές αν κυβερνούσαν μόνοι τους, και διέλυσε την όποια δυσπιστία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Αγορών.
Το σημαντικότερο είναι η προγραμματική συμφωνία, που συνάφθηκε πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης, μετά από συζητήσεις με καθένα από τα κόμματα χωριστά και με τη ρητή προϋπόθεση ότι κανείς, ούτε οι κυβερνώντες σοσιαλιστές ούτε τα κόμματα που τους στηρίζουν κοινοβουλευτικά, δεν θα λαμβάνει αποφάσεις χωρίς συνεννόηση με τους εταίρους. Μια «αριστερή τρόικα εσωτερικού» που δούλεψε καλά, αφού ο συνεχής διάλογος μεταξύ εκπροσώπων της κυβέρνησης και των κομμάτων που τη στηρίζουν διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων και λειαίνει τις φυσιολογικές εντάσεις.
Όλα αυτά βέβαια θα αφορούσαν αποκλειστικά τη μέθοδο, αν η προγραμματική συμφωνία, και η κυβερνητική πράξη, δεν στηρίζονταν σε τρία μεγάλα και σταθερά αγκωνάρια: όχι στη Λιτότητα, όχι στη Δεξιά διαχείριση, όχι σε μεταβατικές ή μεσοβέζικες επιλογές –κάτι που θα μπορούσε να συνοψιστεί ως όχι στο Λαϊκισμό.
Η κυβέρνηση έλαβε από τις πρώτες μέρες της στην εξουσία μια σειρά από συμβολικά μέτρα: επαναφορά τεσσάρων αργιών που είχαν περικοπεί για λόγους «αποτελεσματικότητας» από την προηγούμενη κυβέρνηση, έγκριση της υιοθεσίας από ομοφυλόφιλα ζευγάρια και της τεχνητής γονιμοποίησης από όλες τις γυναίκες και όχι μόνο τις ετεροφυλόφιλες και τις παντρεμένες, κατάργηση των σχολικών εξετάσεων για τα παιδιά των 10 και 12 ετών, μια πρώτη μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, περικοπή ορισμένων πληρωμών εντός του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αναστροφή της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων μεταφορών (συμπεριλαμβανομένου του TAP, του εθνικού αερομεταφορέα), επέκταση της πρόσβασης σε δημόσια επιδόματα. Το βασικά βέβαια μέτρα, αυτά που έδειξαν και τις προθέσεις και την τόλμη της κυβέρνησης, ήρθαν το 2016 και ήταν η επαναφορά των μισθών του δημοσίου τομέα στα προ-μνημονιακά επίπεδα, η μείωση του ΦΠΑ στα εστιατόρια, η μείωση φόρων, η αυτοματοποίηση στην τιμολόγηση της ενέργειας, η επιστροφή στην εβδομάδα των 35 ωρών και η αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα. Πάνω σε αυτά τα μέτρα, μίγμα κοινωνικών και αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, απογειώθηκε η πορτογαλική οικονομία και η πορτογαλική ψυχολογία, αξιοποιώντας, φυσικά, και τη μεταστροφή προς το καλύτερο της οικονομίας ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Από ιδεολογική άποψη, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι το έμπρακτο παράδειγμα που δίνει μια κυβερνητική Αριστερά κινούμενη στο άξονα μιας διπλής αποφυγής: του «τρίτου δρόμου», δηλαδή της προσέγγισης στο μοντέλο των αντιπάλων της, και της αποδοχής της λιτότητας, δηλαδή της εγκατάλειψης των εργαλείων κοινωνικής πολιτικής. Φιλοευρωπαϊκή και μαζί φιλο-αναπτυξιακή, με αποδοχή αλλά ξεπέρασμα του Μνημονίου, στοχοπροσηλωμένη αλλά ευέλικτη, φτιαγμένη για να δημιουργήσει και όχι να καταστρέψει, η παλιάμαξα του Κόστα δείχνει το δρόμο –έναν πιθανό δρόμο- για τη πραγματική Αριστερά. Μακριά από κενολογίες για «πρώτες φορές Αριστερές», παρόλο που εκεί ο όρος θα κυριολεκτούσε, από κάμψεις του Κράτους Δικαίου, από συμμαχίες με ακροδεξιούς, από διπλό λόγο, από αύξηση τη μιζέριας, από επικοινωνιακά παιχνίδια. Αντί να φλερτάρει με την «πολωνοποίηση», η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να σκεφτεί μια προσαρμοσμένη «πορτογαλοποίηση» -τώρα πια όμως είναι πολύ αργά.