Το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχουν πυκνώσει στη δημόσια σφαίρα οι αναφορές σε συγκεκριμένα συμβάντα ανθρωποκτονιών με επιχειρήματα γενικεύσεων για «την Ελλάδα ως φιλόξενη χώρα για τις συμμορίες ληστών», τις «αποφυλακίσεις ανθρώπων που βαρύνονται με ανθρωποκτονίες», «τη Δυτική Αττική της ανομίας» κ.ά. Συχνά, οι δημοσιογραφικές αναφορές γίνονται υλικό για ερωτήσεις στη Βουλή που συνεχίζουν την υπερ-γενίκευση, στιγματίζοντας συγκεκριμένες Περιφερειακές Ενότητες της χώρας ή και πληθυσμιακές ομάδες ενώ στον απέραντο ωκεανό της μπλογκόσφαιρας διαδίδονται ψευδείς ειδήσεις για τις ιδιότητες των εγκληματιών (συνήθως αφορά την υπηκοότητα ή την πολιτισμική ιδιαιτερότητά τους) και τα «συνεχή» συμβάντα σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας.
Είναι γνωστό ότι τα διάφορα στατιστικά στοιχεία για την εγκληματικότητα είναι σε κάποιο σημαντικό βαθμό ευάλωτα σε παρερμηνείες, λόγω παραγόντων όπως η μεθοδολογία, η πηγή προέλευσης των στοιχείων, η ταξινόμηση των εγκλημάτων και των παραβατικών συμπεριφορών, η έλλειψη αναφοράς κάποιων εγκλημάτων στις αρχές λόγω στιγματισμού των ίδιων των θυμάτων ή αίσθησης ματαιότητας, η μη συστηματική αναφορά σε σχέση με σταθερά χωρικά επίπεδα εντός της ίδιας χώρας κ.ά. Για τους λόγους αυτούς, σε διεθνές επίπεδο ως ο πλέον αξιόπιστος δείκτης της ανασφάλειας θεωρείται ο δείκτης ανθρωποκτονιών (ανθρωποκτονίες και κακώσεις επιβαλλόμενες εκ προθέσεως από άλλο άτομο που επιφέρουν το θάνατο) δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι θάνατοι δεν μπορούν να κρυφτούν και η ανθρωποκτονία συνιστά την πιο βαριά μορφή εγκληματικότητας (βλ. OECD Better Life Index: Safety).
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία για το δείκτη ανθρωποκτονιών σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δείκτης ανθρωποκτονιών στην Ελλάδα είναι 1/100.000 κατοίκους έναντι 3,6/100.000 στον ΟΟΣΑ. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία της παγκόσμια έρευνας για τις ανθρωποκτονίες (UNODC, Global study on Homicide 2013), η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους σχετικούς δείκτες σε όλο τον κόσμο και βρίσκεται συγκριτικά σε καλύτερη θέση από χώρες, όπως η Φιλανδία, η Νορβηγία και το Βέλγιο. Η Ελλάδα, επομένως, σε παγκόσμιο επίπεδο είναι μια από τις πλέον ασφαλείς χώρες.
Ποια όμως η εξέλιξη των ανθρωποκτονιών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Μήπως υπάρχει κάποια τάση ανόδου των θανάτων από ανθρωποκτονίες και του σχετικού δείκτη; Μήπως η οικονομική κρίση έχει συμβάλει και σε αύξηση των ανθρωποκτονιών; Μήπως, όπως υποστηρίζεται έντονα το τελευταίο χρονικό διάστημα σε μερίδα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, η πολιτική αποσυμφόρησης των φυλακών έχει συμβάλει έμμεσα σε αύξηση των ανθρωποκτονιών λόγω αποφυλάκισης ανθρώπων που βαρύνονται και με ανθρωποκτονίες;
Κάνοντας χρήση των στοιχείων για τις αιτίες θανάτου την περίοδο 1999-2015 και των στοιχείων της ΕΛΑΣ για τα έτη 2016-2017, διαπιστώνουμε ότι καταγράφεται μια αύξηση των θανάτων από ανθρωποκτονίες την περίοδο 2008-2011 και ακολουθεί από τότε συνεχής μείωση των ανθρωποκτονιών: Από 186 το 2011 (έτος με το μεγαλύτερο αριθμό ανθρωποκτονιών) σε 78 το 2017, αριθμός δηλ. ανθρωποκτονιών σχεδόν 60% μειωμένος σε σχέση με το 1999! (βλ. αναλυτικά Γράφημα 1).
Και ο δείκτης ανθρωποκτονιών στην Ελλάδα (θάνατοι από ανθρωποκτονίες ανά 100.000 κατοίκους) αποτυπώνει την εξαιρετικά σημαντική μείωση την περίοδο 2011-2017: Από 1,72 το 2011 στο 0,72 το 2017, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην ομάδα των πιο ασφαλών χωρών (βλ. Γράφημα 2). Και το στοιχείο αυτό αναδεικνύει ταυτόχρονα την υπερβολή και την υπερ-γενίκευση συγκεκριμένων περιστατικών ανθρωποκτονίας στη χώρα που πυροδοτούν συνεχείς δημοσιεύσεις για τον κίνδυνο και την απειλή που συνεπάγονται διάφοροι παράγοντες, πότε οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, πότε οι διαφορετικοί άλλοι, πότε οι εγκληματίες και οι παραβατικοί που αποφυλακίζονται κάποιους μήνες ενωρίτερα.
Πέρα όμως από τις άστοχες υπερ-γενικεύσεις για τη χώρα και τη διασύνδεση του ανύπαρκτου φαινομένου με συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, οι καθημερινές αναφορές στον τύπο αναδεικνύουν και έναν ιδιαίτερο χωρικό στιγματισμό. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Δυτικής Αττικής και η μονοσήμαντη ταύτισή της με κάθε είδος παραβατικότητας, πολλές δε φορές τα στοιχεία αφορούν άλλες περιοχές της Αττικής και όχι τη Δυτική Αττική όπως οριοθετείται διοικητικά (περιφέρεια Δήμων Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Μάνδρας- Ειδυλλίας, Μεγάρων και Φυλής).
Αυτή η περιοχή των 150.000 κατοίκων, «διαφημίζεται» ποικιλοτρόπως ως μια περιοχή οργανωμένου εγκλήματος, ανομίας και παραβατικότητας. Και σε αυτή την περίπτωση, τόσο ο αριθμός των θανάτων από ανθρωποκτονίες και κακώσεις επιβαλλόμενες εκ προθέσεως από άλλο άτομο όσο και ο δείκτης ανθρωποκτονιών (θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους) αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Σύμφωνα με την επεξεργασία στοιχείων του 2015 (φυσική κίνηση του πληθυσμού- θάνατοι ανά αιτία, ΕΛΣΤΑΤ), οι περισσότεροι θάνατοι από ανθρωποκτονίες έχουν ως θύματα μόνιμους κατοίκους σε περιοχές μητροπολιτικών αστικών συμπλεγμάτων, νησιωτικών περιοχών και ελάχιστων ηπειρωτικών αγροτικών περιοχών. Η Δυτική Αττική το 2015 είχε δείκτη από ανθρωποκτονίες στο 1,2 έναντι 0,92 σε όλη την επικράτεια, τιμή χαμηλότερη από περιοχές της χώρας, όπως η Κέρκυρα, τα Χανιά, η Αργολίδα, η Φθιώτιδα, οι Σέρρες, η Αχαΐα και η Μεσσηνία (βλ. Χάρτες 1 και 2).
Χάρτης 1
Χάρτης 2
Εάν δε εστιάσουμε μόνο στην Περιφέρεια Αττικής, διαπιστώνουμε ότι η Δυτική Αττική με βάση τον αριθμό θανάτων από ανθρωποκτονία βρίσκεται σε μια καλύτερη συγκριτικά θέση έναντι των υπολοίπων Περιφερειακών Ενοτήτων, με εξαίρεση μόνο το Βόρειο Τομέα Αθηνών (βλ. Χάρτη 3).
Χάρτης 3
Η συγκριτική θέση της Δυτικής Αττικής με βάση τον δείκτη ανθρωποκτονιών (θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους) είναι καλύτερη συγκριτικά με τις Περιφερειακές Ενότητες Νήσων, Πειραιώς και Ανατολικής Αττικής και χειρότερη συγκριτικά με τις Περιφερειακές Ενότητες των τεσσάρων Τομέων της Αθήνας (βλ. Χάρτης 4).
Χάρτης 4
Η περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές σε τοπικό επίπεδο για τις συνέπειες των άστοχων υπερ-γενικεύσεων στη βάση συγκεκριμένων εγκληματικών συμβάντων. Ο στιγματισμός της Δυτικής Αττικής ως περιοχής ανομίας και εγκληματικότητας (χωρίς να παραγνωρίζονται υπαρκτά φαινόμενα ανασφάλειας και διάσπασης της κοινωνικής συνοχής) έχει προσλάβει πια έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά (βλ. ερωτήσεις στη Βουλή) με πολύ αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Ένα από τα πιο σημαντικά είναι η σχεδόν οριακή έως ανύπαρκτη ασχολία με τα κρίσιμα ζητήματα περιβαλλοντικής, κοινωνικής και παραγωγικής ανάταξης της περιοχής υπό το βάρος της ατζέντας της ασφάλειας. Συμβάντα που ναι μεν είναι τραγικά σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο για όσους τα βιώνουν (πχ., ανθρωποκτονία λόγω προσωπικών διαφορών), όμως λαμβάνουν άμεσα και σε πανελλαδική κλίμακα κάλυψη ως γεγονότα της «ανομικής Δυτικής Αττικής» ενώ την ίδια στιγμή παρόμοια συμβάντα με μεγαλύτερη μάλιστα πληθυσμιακή βαρύτητα, σε άλλες περιοχές της χώρας αντιμετωπίζονται χωρίς άστοχες γενικεύσεις και εξίσωση ολόκληρων των περιοχών με την παραβατικότητα.
Η τελευταία διαθέσιμη παγκόσμια έρευνα για τις ανθρωποκτονίες (UNODC, 2013) διακρίνει μεταξύ τριών ειδών ανθρωποκτονίας: ανθρωποκτονία που σχετίζεται με κάποια άλλη εγκληματική δραστηριότητα (πχ., διακίνηση και εμπόριο ναρκωτικών και όπλων από το οργανωμένο έγκλημα), ανθρωποκτονία στο πλαίσιο διαπροσωπικών συγκρούσεων (με θύματα συνήθως γυναίκες) και ανθρωποκτονίες στο πλαίσιο κοινωνικο-πολιτικών συγκρούσεων (τρομοκρατία). Αυτά τα τρία είδη ανθρωποκτονιών «διευκολύνονται» από παράγοντες, όπως η διαθεσιμότητα και η πρόσβαση σε όπλα, η χρήση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, η βία και το μίσος ως εργαλεία επίλυσης των διαφορών, η περιθωριοποίηση των κοινωνικών και πληθυσμιακών ομάδων. Στη χώρα μας φαίνεται να κυριαρχεί η τυπολογία της ανθρωποκτονίας στο πλαίσιο διαπροσωπικών συγκρούσεων (διαφορές για περιουσιακά στοιχεία, λοιπές ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις) και δευτερευόντως οι ανθρωποκτονίες στο πλαίσιο άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων και τρομοκρατικών ενεργειών.
Καταληκτικά, η Ελλάδα φαίνεται να είναι μια από τις χώρες με τους χαμηλότερες δείκτες ανθρωποκτονιών και μάλιστα με μια τάση σημαντικής μείωσης του φαινομένου μετά το 2011. Η Περιφερειακή Ενότητα Δυτικής Αττικής όχι μόνο δεν έχει τον υψηλότερο δείκτη στη χώρα ή στην Αττική αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στον εθνικό δείκτη και συγκριτικά σε μια ενδιάμεση θέση έναντι των άλλων Περιφερειακών Ενοτήτων της Αττικής. Οι ανθρωποκτονίες όμως είναι ένα φαινόμενο με ποικίλες αρνητικές επιδράσεις, όχι μόνο σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο, αλλά και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Η αντιμετώπιση του φαινομένου φαίνεται να απαιτεί όντως μια αυστηροποίηση και εντατικοποίηση παρεμβάσεων σε κάποια πεδία πολιτικής, όπως η χρήση και εμπορία όπλων, η πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και η δευτερογενής πρόληψη, η καταπολέμηση του λόγου βίας και ρατσιστικού μίσους, η καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, η διαπολιτισμική επικοινωνία και ανεκτικότητα, καθώς και η κοινωνική στήριξη και επανένταξη περιθωριοποιημένων συνανθρώπων μας. Τέλος, η επικοινωνιακή και εν πολλοίς στρεβλωτική διαχείριση των περιστατικών ανθρωποκτονίας στη χώρα μας έχει συμβάλει αρνητικά μέχρι σήμερα στη συστηματική παρακολούθηση, μελέτη και αντιμετώπιση του φαινομένου, ενώ συχνά οδηγεί σε στιγματισμό ολόκληρων περιοχών και κοινωνικών ομάδων διαιωνίζοντας χωρικές και κοινωνικές ανισότητες.