Προσπερνώντας το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο και τα εξ αυτού δεδομένα και προβλήματα (για τα οποία έχω ήδη εκφράσει τη γνώμη μου: «Ασκήσεις ψυχραιμίας», στο Φιλελεύθερο, 15 Ιουνίου 2018), θα ήθελα να σταθώ στο παρόν κείμενο σε ορισμένα νομικά και θεσμικά χαρακτηριστικά της «Συμφωνίας περί συμφωνίας» μεταξύ Ελλάδας και FYROM.
Επί της διαδικασίας
α) Πρόκειται για μια υπό πολλές αιρέσεις και σπονδυλωτής εφαρμογής «Συμφωνία». Πρώτα υπεγράφη (άρθρο 20 παρ. 1) από τους Υπουργούς Εξωτερικών το κείμενο το οποίο συμφώνησαν οι δύο Πρωθυπουργοί. Ύστερα προβλέπεται (άρθρο 1 παρ. 4) μια σειρά μη βέβαιων ως προς την ευόδωση τους ενεργειών-βημάτων από το «Δεύτερο Μέρος», δηλαδή τη FYROM: άμεση επικύρωση στη Βουλή, απόφαση για το αν θα διεξαχθεί δημοψήφισμα (ο Πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας έχει δεσμευθεί γι’ αυτό), διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και αποδοχή της Συμφωνίας από το λαό, έναρξη και ολοκλήρωση ως το τέλος του 2018 διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησηςπου απαιτεί αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Τελευταία θα έρθει, αν έχουν ολοκληρωθεί όλα τα παραπάνω βήματα, η έκβαση καθενός από τα οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη του επόμενου, η επικύρωση από την Ελλάδα, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων στη συγκεκριμένη ψηφοφορία βουλευτών, που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των 75 ψήφων (αν και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι σε τόσο κρίσιμη ψηφοφορία θα υπάρξει μεγάλη αποχή). Η μόνη εκ μέρους της Ελλάδας ενέργεια που δεν θα «περιμένει» την ολοκλήρωση όλης αυτής της διαδικασίας είναι, δυνάμει του άρθρου 20 παρ. 4 της Συμφωνίας, η συμμετοχή στην δημιουργούμενη με το άρθρο 8 παρ. 5 «Κοινή Επιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα. Κατανοητό ότι η εν λόγω Επιτροπή χρειάζεται χρόνο για να παρουσιάσει έργο, κάπως σόλοικο ότι προδιαγράφει ως επιτυχή την έκβαση μιας πολύμηνης και αβέβαιης διαδικασίας.
β) Η έτσι υπό αίρεση διαδικασία ορίζεται, παρόλα αυτά, στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας, ως απολύτως οριστική και αμετάκλητη (άρθρο 20 παρ. 9, σε συνδυασμό και με το άρθρο 1 παρ. 3 στοιχ. η για τη δεσμευτικότητα και το αμετάκλητο του ονόματος σε σχέση με τη FYROM). Αυτό παρουσιάζει δύο προβλήματα. Πώς συμπορεύεται θεσμικά με το αμετάκλητο η πιθανότητα μη ευόδωσης των προκαταρκτικών βημάτων, αφού η Συμφωνία αρχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα μόλις υπογραφεί; Και πώς λαμβάνεται υπόψη η επίσης υπαρκτή πιθανότητα αλλαγής της πολιτικής περί τη Συμφωνία βούλησης στο εσωτερικό καθενός από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη; Πόσο μάλλον που ήδη, και στις δύο χώρες, εμφανίζονται δημόσια αμφισβητήσεις και από τις κοινωνίες και στο εσωτερικό των πολιτικών συστημάτων. Ειδικά στην ελληνική περίπτωση, με δεδομένη την ανοιχτήδιχοστασία στο εσωτερικό της κυβέρνησηςαλλά και την πιθανότητα η επικύρωση της Συμφωνίας, στα τέλη αυτής ή στις αρχές της επόμενης χρονιάς, να λάβει χώρα στην επόμενη Βουλή και με μια άλλη πλειοψηφία, το ζήτημα του «τελευταίου λόγου» κάθε άλλο παρά θεωρητικό είναι. Κατανοητό και πάλι ότι ένα τόσο «δύσκολο» και για τόσον πολύ καιρό μετέωρο θέμα δεν μπορεί να «ανοίγει» διαρκώς, όχι ιδιαίτερα δημοκρατικό μια συμφωνία που επιτεύχθηκε κάτω από μια ορισμένη ιστορική και πολιτική συγκυρία να θέτει η ίδια την απαίτηση να «κλειδώσει» διαχρονικά.
Από πλευράς ουσίας
Η Συμφωνία που δημοσιοποιήθηκε θέτει, κατά τη γνώμη μου, τέσσερα σημαντικά από άποψη παραγόμενου αποτελέσματος ζητήματα και ένα όχι αδιάφορο συμβολικά:
α) Το επίσημο όνομα της σήμερα αποκαλούμενης «FYROM» θα είναι, εντός δυο εβδομάδων από την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών που προβλέπει η Συμφωνία (άρθρο 20 παρ. 3), «Republic of North Macedonia», ή απλώς «North Macedonia», για τη σημερινή FYROM και για όλες τις τρίτες χώρες και «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», ή απλώς «Βόρεια Μακεδονία», για την Ελλάδα(άρθρο 1 παρ. 3 στοιχ. α). Η μη ύπαρξη «μετάφρασης» στη γλώσσα της γειτονικής χώρας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διασπά σε κάποιο βαθμό τον κανόνα της ergaomnes ονομασίας -κανόνα που, κατά τα άλλα, διατυπώνεται ρητά στα άρθρα 1 παρ. 5 και 8 της Συμφωνίας. Κυρίως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αφήνει στο εσωτερικό της χώρας αυτής πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς το γλωσσικό αυτοπροσδιορισμό –γιατί βέβαια καμιάς χώρας οι Αρχές και οι κάτοικοι δεν θα δέχονταν η ονομασία που χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους να είναι στα αγγλικά.
β) Η αναντιστοιχία του ονόματος της γειτονικής χώρας με το «όνομα» της ιθαγένειας και της γλώσσας των κατοίκων της είναι και λογικά και νομικά προβληματική: η χώρα θα λέγεται, σύμφωνα με τα προειπωθέντα, «Βόρεια Μακεδονία», αλλά η γλώσσα και η ιθαγένεια της θα είναι «μακεδονικές». Παρόλο που υπάρχει το ειδικό άρθρο 7 της Συμφωνίας που καθιστά σαφές ότι η χρήση των όρων «Μακεδονία» και «μακεδονικός» σέβεται τη διαφορετική ιστορική και πολιτιστική πραγματικότητα των δύο συμβαλλόμενων μερών και δεν οδηγεί ούτε επιτρέπεται να οδηγήσει σε κανενός είδους επιδιώξεις ή μονομερή αιτήματα, εν τούτοις και πάλι εμφιλοχωρεί μια ντε φάκτο «αναγνώριση» γλώσσας και ιθαγένειας που δεν συμπίπτουν με το νέο επίσημο και σύνθετο όνομα της γειτονικής χώρας.
γ) Η κατά προτεραιότητα αποδοχή και ενθάρρυνση εκ μέρους της Ελλάδας του αιτήματος εισδοχής της σημερινής FYROM στο ΝΑΤΟ (άρθρο 2 παρ. 4 της Συμφωνίας), βασίζεται μεν σε έναν πρακτικό λόγο (ότι οι Σύνοδοι του συγκεκριμένου οργανισμού είναι πιο σπάνιες και ότι σύντομα έρχεται μια ευκαιρία που η γειτονική χώρα δεν θα ήθελε να χάσει), οδηγεί όμως και σεσημαντικές παράπλευρες επιπλοκές. Αφενός διαχωρίζει αυτή τη διαδικασία από την αίτηση ένταξης της γειτονικής χώρας υπό τη νέα της ονομασία σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο περίπλοκες διεθνείς διαρρυθμίσεις. Κυρίως όμως θα μπορούσε να καταλήξει στο αποτέλεσμα να ενταχθεί ή προ-ενταχθεί η FYROM στο ΝΑΤΟ πριν ολοκληρωθούν όλες οι διαδικασίες που προϋποθέτει η Συμφωνία, δημιουργώντας έτσι, σε περίπτωση που τελικά δεν θα υπάρξει ολοκλήρωση, και νομική παράβαση (αφού η ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει ως προϋπόθεση τη συμφωνία με την Ελλάδα περί του ονόματος) και πραγματικό αδιέξοδο (αφού θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, παρότι θεωρητικά προβλέπεται στη Συμφωνία, να «χαλάσει» εκ των υστέρων μια ήδη συντελεσθείσα ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ).
δ) Οι δύο 5ετείς μεταβατικές περίοδοι που τίθενται στο άρθρο 1 παρ. 10 της Συμφωνίας για την «επικαιροποίηση» των υφισταμένων εγγράφων (ταυτότητες, διαβατήρια) και επίσημου (κρατικού) υλικού σε σχέση με τη νέα ονομασία και τις άλλες προκύπτουσας εκ της Συμφωνίας αλλαγές, είναι υπερβολικά μεγάλη και συντηρεί μια αίσθηση μεταβατικότητας και ενδεχομένως, για τους μη καλόπιστους, επιθυμίας «απόκρουσης» της μετάβασης.
ε) Οι διατάξεις περί αποκατάστασης ή μη περαιτέρω χρήσης εκ μέρους της γειτονικής χώρας συμβόλων που παραπέμπουν στην ελληνική Μακεδονία είναι υπερβολικά ελαστικές. Πρώτον (άρθρο 8 παρ. 1 και 2) οι όποιες διορθωτικές ενέργειες τίθενται υπόψη του άλλου μέρους, δίνεται προθεσμία έξι μηνών για επανεξέταση και δεν προβλέπεται τρόπος επιβολής της «διόρθωσης». Δεύτερον (άρθρο 8 παρ. 3), εισάγεται μια μάλλον υπερευαίσθητη εξαίρεση για τη χρήση του «Ήλιου της Βεργίνας» στα «αρχαιολογικά τεχνουργήματα» που θα συνεχίζει να κατασκευάζει η γειτονική χώρα –το μείζον πάντως, η απάλειψη αυτού του συμβόλου από τη σημαία, κατοχυρώνεται ρητά. Δυσπιστία ως προς το ζήτημα των συμβόλων δυστυχώς δικαιολογείται λόγω της μη τήρησης από τη FYROM αντιστοίχων προνοιών που υπήρχαν στην «Ενδιάμεση Συμφωνία» του 1995.
Συνιστούν οι διαδικαστικές ιδιαιτερότητες και τα ουσιαστικά προβλήματα λόγους ώστε να γείρει η ζυγαριά των πολιτικών αποφάσεων προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης ή της εγκατάλειψης της προφανώς ατελούς αλλά και απολύτως οριστικής «Συμφωνίας περί συμφωνίας»; Στο ερώτημα αυτό καλείται να απαντήσει, με την απαιτούμενη σοβαρότητα, ψυχραιμία και αίσθηση ευθύνης, η ελληνική πολιτική τάξη και ο ελληνικός λαός, χωρίς να αδιαφορούν για τις αντίστοιχες αποφάσεις και διεργασίες εντός της γειτονικής χώρας.