Η έναρξη της «μεταμνημονιακής» εποχής, που τυπικά έφθασε, εξαρχής δεν προσφερόταν για πανηγυρισμούς: η συλλογική ευθύνη είναι πολύ μεγαλύτερη από τη συλλογική επιτυχία, ενώ η έξοδος γίνεται με τεχνητή αναπνοή και σε πήλινα πόδια. Και μόνο το γεγονός ότι χρειάστηκε μια εθνική τραγωδία –μη συνδεόμενη ευθέως με το Μνημόνιο αλλά σαφώς με την «ελληνική κατάσταση»- για να περιορίσει η κυβέρνηση το επικοινωνιακό σόου που ετοίμαζε, λέει πολλά για το πολικό μας σύστημα και για τις συνεχιζόμενες παθογένειές του.
Σε κάθε περίπτωση, έστω κι έτσι, έστω και τώρα, είναι η ώρα να σκεφτούμε ψύχραιμα πού βρισκόμαστε μετά από οκτώ χρόνια εθνικής περιπέτειας, με τι συνθήκες αποκτούμε όχι την ελευθερία μας αλλά μια διαφορετική μορφή υποστήριξης και τι μπορεί και πρέπει να γίνει ώστε να επέλθει κάποια στιγμή η ανάκαμψη που δεν επέρχεται αυτό το βαρύ καλοκαίρι.
Έξοδος από το Μνημόνιο σημαίνει πρώτα απ’ όλα επιστροφή στις Αγορές. Μόνο που αυτή η επιστροφή είναι αβέβαιη και γίνεται με πολύ δυσμενείς όρους. Τα κρατικά ομόλογα ξαναπαίρνουν την ανηφόρα, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους πιστοληπτικής ικανότητας θα γίνει με το σταγονόμετρο, η τελική Έκθεση του ΔΝΤ έδωσε μια εικόνα σε κάδρο σκούρο –με μπόλικο σκούρο- που τρόμαξε τις Αγορές, ενώ και το σχετικά μεγάλο «μαξιλάρι», το χρηματικό απόθεμα, υπό το οποίο επιχειρείται η έξοδος, είναι πολύ πιθανό να γίνει μπούμερανγκ, να εκληφθεί δηλαδή ως φόβος και αδυναμία. Από την άλλη, η εξωτερική εξάρτηση της οικονομίας μας συνεχίζει να είναι μεγάλη, κάτι που σημαίνει ότι οι Αγορές είναι σε θέση να επενεργήσουν και να προκαλέσουν αποτελέσματα από την πρώτη στιγμή της εξόδου και με το μόνο κριτήριο που αυτές γνωρίζουν: το κέρδος όσων έχουν «τοποθετηθεί» στην Ελλάδα. Για να «πεισθούν» δε οι Αγορές και να αποτελέσουν δύναμη σταθεροποίησης και όχι απειλής ισχύουν προϋποθέσεις που αυτή τη στιγμή δεν φαίνονται στον ορίζοντα: πολιτική σταθερότητα, κυβερνητική αξιοπιστία, πρόγραμμα επενδύσεων, ευνοϊκή διεθνής συγκυρία.
Το δεύτερο μεγάλο μέτωπο είναι αυτό που συνδέεται με τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις», που πιο απλά –αν είμασταν απλή χώρα- θα μπορούσαμε να αποκαλούμε «πρόγραμμα για την επόμενη ημέρα». Εδώ η πρόοδος είναι μικρή και η παρανόηση –του όρου αλλά και των απαιτήσεών του- μεγάλη. Η παρούσα κυβέρνηση προσποιείται πως «μεταρρυθμίσεις» είναι τα μερεμέτια που, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του κλεισίματος των αξιολογήσεων και της είσπραξης των δανειακών δόσεων, νομοθετούσε, δήθεν αντιστεκόμενη και, στην παρούσα φάση, απειλώντας ότι θα τα πάρει πίσω,και μετά ξεχνούσε. Η πραγματικότητα είναι ότι από το 2015 όχι μόνο δεν υπήρξε πρόοδος αλλά σημειώθηκε οπισθοχώρηση στη δημόσια διοίκηση, με κύμα κομματισμού, εξουδετέρωση της αξιολόγησης και επιδείνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ότι τα περί «δικαιότερου και απλούστερου» φορολογικού συστήματος, «πάταξης της φοροδιαφυγής» και «βελτίωσης της εισπραξιμότητας των φόρων» αποδείχτηκαν όχι μόνο φρούδα αλλά και υποκριτικά: έχει παγιωθεί η κατάσταση να πληρώνουν μόνο όσοι δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν καισε βάρος αυτών που πληρώνουν, και της πραγματικής οικονομίας, να στήνονται «αφηγήματα» περί δήθεν κοινωνικής δικαιοσύνης. Υγεία, Παιδεία, Ασφαλιστικό είναι ετοιμόρροπα και αποτελεί πρώτη προτεραιότητα μιας επόμενης κυβέρνησης να τα οικοδομήσει από την αρχή –κάτι που συνεπάγεται πολιτικό κόπο και κομματικό κόστος. Δεν είναι τυχαίο που στον τομέα αυτόν, των βαθιών αλλαγών στη λειτουργία του ελληνικού κράτους που πρέπει να γίνουν γιατί τις έχουμε ανάγκη και όχι γιατί μας τις υποδεικνύουν οι ξένοι, επικεντρώνονται οι τελικές εκθέσεις των «θεσμών» και προσανατολίζεται η διαφορετικής κανονιστικής πυκνότητας αλλά έντονη μεταμνημονιακή εποπτεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αν δεν τις θελήσει πάντως, και δεν τις προωθήσει συνειδητά το εγχώριο σύστημα, μεταρρυθμίσεις, και άρα ποιοτική βελτίωση της οικονομίας αλλά και δυνατότητες άσκησης κοινωνικής πολιτικής, δεν πρόκειται να υπάρξουν.
Στον τραπεζικό τομέα, κρίσιμο για την οποιαδήποτε ανόρθωση –θα πρόσεξε ο φίλος αναγνώστης ότι η πολυχρησιμοποιημένη λέξη «ανάπτυξη» αποφεύγεται επιμελώς στο παρόν κείμενο-, εξακολουθούν να υφίστανται τα δυο μεγάλα και συνδεόμενα αγκάθια της αποσύνδεσης από την επιχειρηματική δραστηριότητα και της διατήρησης δυσβάσταχτου όγκου κόκκινων δανείων. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η όποια λύση εξαρτάται πολύ λιγότερο από τις ίδιες τις τράπεζες, στις οποίες έγιναν σημαντικά βήματα στους τομείς της διοικητικής αναδιάταξης και της εταιρικής διακυβέρνησης, και περισσότερο από εξωτερικούς παράγοντες οφειλόμενους σε κυβερνητικές επιλογές: η αύξηση του κόστους δανεισμού λόγω της επικείμενης αναίρεσης της «κατ’ εξαίρεση αποδοχής φερεγγυότητας» (waiver), η ούτε κατ’ ελάχιστο συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η σχεδόν τυφλή ανάθεση επίλυσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ξένους χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς δεν διαμορφώνουν συνθήκες εύκολης αλλαγής κλίματος.
Ως προς τις δυνατότητες άσκησης πολιτικής την επόμενη ημέρα, τα βαρίδια όχι μόνο δεν λείπουν αλλά φοβούμαι ότι δίνουν τον τόνο. Η παρούσα κυβέρνηση έχει αναλάβει κρίσιμες δεσμεύσεις, με πιο σημαντική τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια, κάτι που αποτελεί από μόνο του «πρόγραμμα» και μάλιστα καθοριστικής επιρροής. Μια τέτοια υποχρέωση, σε συνδυασμό και με την αναγνωριζόμενη πια ως αναγκαία από όλους –με πρώτο το ΔΝΤ- «αλλαγή δημοσιονομικού μίγματος», δηλαδή μείωση των φόρων –την οποία μάλιστα η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έχει καταστήσει πρώτη της προτεραιότητα- οδηγεί σε μονόδρομο: θεαματική αύξηση των επενδύσεων, ιδίως δε των εξωτερικών. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, σχεδόν όλη η προσπάθεια της επόμενης κυβέρνησης –γιατί η παρούσα έχει χάσει, ειδικά σε αυτόν τον τομέα, οριστικά το τρένο- θα πρέπει να επικεντρωθεί γύρω από αυτό το στόχο, πρόοδος στον οποίο θα συμπαρασύρει θετικά και τα δύο άλλα κρίσιμα για την αξιοπιστία μέτωπα: τη συνειδητή προώθηση μεταρρυθμίσεων και την «ιδιοποίηση», στην πραγματικότητα συγκρότηση, ενός εθνικού οικονομικού προγράμματος.
Συμπέρασμα: υπό την καθοδήγηση της παρούσας κυβέρνησης, αγοράσαμε χρόνο –αντέχουμε δυο χρόνια μέχρι την επόμενη χρεοκοπία, που θα έλθει αν δεν κάνουμε, από σήμερα, αυτά που ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε-αλλά χάσαμε ουσία και αξιοπιστία. Το βαρύ έργο της επόμενης κυβέρνησης θα συνίσταται ακριβώς σε αυτή την προσπάθεια αναπλήρωσης –με διαρκή φόβο μήπως είναι πια πολύ αργά για τη χώρα.