Ανάπτυξη 4,2% και πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης 5,3% του ΑΕΠ, προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία το 2021, όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο πλαίσιο της 88ης ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΤτΕ (που λόγω της πανδημίας έγινε φέτος διαδικτυακά και χωρίς την παρουσία μετόχων). Όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.
Όπως τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, με το πέρας της πανδημίας, η ελληνική οικονομία θα έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους: Την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.
Ο κ. Στουρνάρας είπε ότι είναι αναγκαία η διατήρηση της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν βαρύτερα. Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα.
Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε την εκτίμηση της ΤτΕ ότι το τραπεζικό σύστημα θα επιβαρυνθεί με νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια 8 – 10 δισ. ευρώ και τόνισε ότι είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρόσθετες ενέργειες οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών, λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας, και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι μεγάλη πρόκληση θα αποτελέσει η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους.
Για την επαύριον της πανδημίας, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες:
α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας,
β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και
γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού τους.
Όπως είπε, μετά την πανδημία, η Ελλάδα, μέσα από συνεκτικές πολιτικές και στρατηγικές, θα πρέπει να κατορθώσει να εισέλθει σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη μοναδική ευκαιρία που της παρέχει η συντονισμένη κοινή δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ώστε να ανακτήσει γρήγορα τις οικονομικές απώλειες και να αντιμετωπίσει οριστικά τις χρόνιες διαρθρωτικές παθογένειες.
Ανάπτυξη και προϋποθέσεις
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση του διοικητή για την ελληνική οικονομία το 2020, η πρόβλεψη της ΤτΕ για τον ρυθμό ανάπτυξης εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.
Όπως είπε, η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων και παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.
Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Όπως είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας. Εξάλλου, όπως επεσήμανε, η πρόταξη των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ που θα επιτρέψει όχι μόνο την κάλυψη του παραγωγικού κενού, αλλά και – σημαντικότερα – την ενεργοποίηση της συνολικής προσφοράς για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση επέφεραν απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του ονομαστικού προϊόντος, σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.
Όπως είπε, η δημοσιονομική πολιτική το 2021 έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ.
Τραπεζικό σύστημα
Αναφερόμενος στον τραπεζικό τομέα, ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε τη σημαντική βελτίωση της ρευστότητας και την επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και σε μικρότερο βαθμό προς τις μικρομεσαίες), με τον ετήσιο ρυθμό ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα να διαμορφώνεται σε 1,2% κατά μέσο όρο το 2020, έναντι αρνητικού ρυθμού (-0,4%) το 2019.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021. Η επίπτωση αφορά κυρίως τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), καθώς και την αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισ. ευρώ.
Εκτός από τα «δίδυμα» προβλήματα των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, ο διοικητής της ΤτΕ είπε ότι οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια σειρά από άλλες σοβαρές προκλήσεις, κοινές όμως και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης, όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από μη τραπεζικά ιδρύματα, προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση, καθώς και λοιπές προκλήσεις που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με κυβερνοεπιθέσεις.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ. Σε σχέση όμως με τον Μάρτιο 2016, όταν είχε καταγραφεί ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά περίπου 60 δισ. ευρώ, η οποία οφείλεται ως επί το πλείστον σε πωλήσεις δανείων και διαγραφές και πολύ λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης.
Με την ολοκλήρωση του προγράμματος «Ηρακλής» εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο.
«Συνεπώς, είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρόσθετες ενέργειες οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων», τόνισε ο κ. Στουρνάρας, αναφερόμενος στην πρόταση που έχει καταθέσει η ΤτΕ για τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC).
Όπως είπε:
H κυβέρνηση εξετάζει τη σκοπιμότητα της ίδρυσης εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, και παράλληλα έχει αιτηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την επέκταση του προγράμματος «Ηρακλής». Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για τη στήριξη των τιτλοποιήσεων των ΜΕΔ των τραπεζών μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», που ορθώς έχει αποφασιστεί, θα πρέπει να εξασφαλίζει την οριστική και ολιστική αντιμετώπιση τόσο του προβλήματος των ΜΕΔ όσο και του προβλήματος του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Προκλήσεις την επαύριον της πανδημικής κρίσης
Όπως είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, την επαύριον της πανδημικής κρίσης ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους συνδέεται με τη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού χάσματος μεταξύ ομάδων χωρών, γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών ομάδων.
Άλλος σημαντικός κίνδυνος είναι η εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους, η διαχείριση του οποίου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση στο αμέσως επόμενο διάστημα. Εξίσου σημαντικός κίνδυνος συνδέεται με τη δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτινάχθηκε στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα. Η επικράτηση ιστορικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού το καθιστά μεσοπρόθεσμα διαχειρίσιμο. Υπάρχει όμως ανησυχία ότι η μεγάλη και παρατεταμένη δημοσιονομική τόνωση ίσως οδηγήσει σε υπερθέρμανση των οικονομιών. Οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων επιβεβαιώνουν την ανησυχία αυτή. Επομένως, είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος μιας σημαντικής διόρθωσης των διεθνών κεφαλαιαγορών, καθώς οι αποτιμήσεις σε ορισμένα χρηματιστήρια βρίσκονται σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα. Μια απότομη αύξηση όμως του κόστους χρηματοδότησης μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ανάκαμψη. Ως εκ τούτου, κρίσιμης σημασίας είναι η συνέχιση και η επέκταση, για όσο χρόνο χρειαστεί, της στήριξης μέσω των προγραμμάτων αγοράς τίτλων από τις κεντρικές τράπεζες και εν γένει της διατήρησης της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.
Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία μετά το πέρας της πανδημίας, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι θα έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους: Την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.
Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.
Προκλήσεις και προϋποθέσεις ανάκαμψης
Όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ, οι επιπτώσεις της πανδημίας θέτουν την ελληνική οικονομία ενώπιον δύο σημαντικών προκλήσεων, που αφορούν: α) την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και β) την ταυτόχρονη και ολική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Όσον αφορά την πρώτη πρόκληση, η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του NGEU παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Όσον αφορά τη δεύτερη πρόκληση, η λήξη της ισχύος των μέτρων στήριξης μπορεί να αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο από νέα άνοδο των ΜΕΔ. Οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν μέτρα που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών, καθώς και να προβούν στην ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών τους μέσω συστημικών λύσεων όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2020. Ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη στο πλαίσιο αυτό αποτελεί η ενίσχυση των εποπτικών κεφαλαίων ορισμένων τραπεζών.
Το «στοίχημα» της επόμενης μέρας
Κατά συνέπεια, κυρίαρχο ζητούμενο είναι ο τρόπος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε κανονική λειτουργία. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να διευκολύνει τη διαδικασία ανακατανομής πόρων σε δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις με καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, αναγκαία είναι η διατήρηση της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν βαρύτερα. Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα.
Το στοίχημα επομένως της οικονομικής πολιτικής είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία.
Για να συμβεί όμως αυτό, είπε ο διοικητής της ΤτΕ, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως:
- Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
- Οριστική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
- Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης με γνώμονα την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και τη δικαιότερη κατανομή τους.
- Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών με έμφαση στις παραγωγικές δαπάνες.
- Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.
- Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας.
- Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.