Μέχρι τέλη Απριλίου αναμένεται να κατέβει από το ταμπλό η μετοχή της ιστορικής τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής, μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας πρότασης που υπέβαλλε ο γαλλικός Όμιλος Lafarge.
Η ΑΓΕΤ Ηρακλής είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός τσιμέντου στην Ελλάδα, έχοντας περισσότερα από 100 χρόνια παρουσίας στην αγορά. Ιδρύθηκε το 1911 ως μια βιομηχανική και εμπορική εταιρεία με το όνομα «Ανώνυμος Γενική Εταιρεία Τσιμέντων».
Από το τιμόνι της τσιμεντοβιομηχανίας πέρασαν μορφές της ελληνικής βιομηχανίας.
Η ΑΓΕΤ είχε ιδρυθεί το 1911 από τους επιχειρηματίες Ζαμάνο και Δ. Ζαβογιάννη οι οποίοι δημιούργησαν εργοστάσιο στη Δραπετσώνα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1913. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος εμφανίστηκε ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να σώσει την εταιρεία η οποία βούλιαζε με συνεχή μείωση πωλήσεων και στις 26 Δεκεμβρίου του 1917 πέρασε στον έλεγχό του. Το 1928 ο επιχειρηματίας αγοράζει μια ακόμα προβληματική εταιρεία, το εργοστάσιο τσιμέντων «Ο Όλυμπος» που βρίσκονταν επίσης λίγο πριν την χρεοκοπία.
Στην εποχή της Κατοχής, η ΑΓΕΤ, όπως και το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας πέρασε δύσκολες ώρες. Στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου όμως είχε αναδειχθεί ήδη ο γαμπρός του Ανδρέα Χατζηκυριάκου, Αλέξανδρος Τσάτσος.
Μετά το 1945 η εταιρεία ανασυγκροτείται, όπως και ολόκληρη η ελληνική οικονομία. Τα κεφάλαια του Σχεδίου Μάρσαλ αποδεικνύονται σωτήρια για την ΑΓΕΤ, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πραγματοποιεί το νέο της άλμα το 1953 επεκτείνονται και εκσυγχρονίζονται οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων του Βόλου και της Δραπετσώνας.
Το 1955 λειτουργούν στη χώρα μας συνολικά έξι εργοστάσια τσιμέντου των οποίων η συνολική ετήσια παραγωγική ικανότητα ανέρχεται σε 1,5 εκατ. τόνους ενώ πραγματοποιούνται μεγάλες (πάνω από 100.000 τόνοι) στη Μέση Ανατολή.
Το ίδιο διάστημα η παραγωγή της ΑΓΕΤ καλύπτει το 50% της συνολικής εγχώριας παραγωγής τσιμέντου.
Το 1983 η οικογένεια Τσάτσου απομακρύνεται από τη διοίκηση του ομίλου και παραπέμπεται σε δίκη αργότερα απηλλάγη των κατηγοριών. Ο όμιλος πέρασε πλέον στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην ευρωπαϊκή αγορά τσιμέντου γίνονται εντυπωσιακές ανακατατάξεις και έτσι το 70% της ΑΓΕΤ μεταβιβάστηκε στην ιταλική εταιρεία τσιμέντου Calcestruzzi, που σήμερα φέρει την επωνυμία Concretum.
Η ίδια εταιρεία απέκτησε και τα υπό χρεοκοπία Τσιμέντα Χαλκίδος. Η ιταλική εταιρεία αφού «συμμάχησε» με τη γαλλική Lafarge ανοίχθηκε σε νέες αγορές και τον Οκτώβριο του 1999 η ιταλική ιδιοκτησία αναζήτησε και πάλι αγοραστή.
Ενδιαφέρον εκδηλώθηκε από δύο πλευρές: πρώτον, από τη βρετανική Blue Circle (που τελικά αποκτήθηκε από τη γαλλική Lafarge) και, δεύτερον, από όμιλο ελλήνων επιχειρηματιών Ελλήνων επιχειρηματιών υπό τον όμιλο ΑΚΤΩΡ του Γ. Μπόμπολα.
Μία από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας της τσιμεντοβιομηχανίας, ήταν το κλείσιμο του εργοστασίου στη Χαλκίδα το 2013, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης, λόγω της ύφεσης της κατασκευαστικής αγοράς. Η λειτουργία του εργοστασίου Χαλκίδας, η παραγωγική δραστηριότητα του οποίου βρισκόταν σε αδράνεια από τον Ιούλιο του 2011, έπαυσε οριστικά.
Η εταιρεία πραγματοποιεί την παραγωγή τσιμέντου από τα δυο εργοστάσια Βόλου και Μηλακίου Εύβοιας και διαθέτει έξι κέντρα διανομής. Λειτουργεί λατομεία κοντά στα εργοστάσια, καθώς και τρία λατομεία στη Μήλο, στο Γυαλί Νισύρου και το Αλτσί Κρήτης.
Για το 2015 ο τζίρος του Ομίλου ανήλθε στα 247,5 εκατ ευρώ και το καθαρό αποτέλεσμα σε ζημιές 18,4 εκατ ευρώ.