Αίτημα να κηρυχθεί αντισυνταγματικός ο νόμος, με τον οποίο επιβλήθηκαν νέες, σαρωτικές κυρώσεις από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπέβαλε στην αμερικανική δικαιοσύνη η κινεζική εταιρεία-κολοσσός της τηλεφωνίας και της τεχνολογίας Huawei.
Σύμφωνα με το σημοσίευμα του CNBC, ο τεχνολογικός κολοσσός υποστηρίζει πως οι κυρώσεις των ΗΠΑ απειλούν να τον αποκλείσουν όχι μόνο από την αμερικανική αγορά, αλλά και από πολλές άλλες σε διεθνές επίπεδο.
Το επείγον αίτημα προστέθηκε στην αρχική προσφυγή της εταιρείας, η οποία υπεβλήθη τον Μάρτιο σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Τέξας, με την οποία ζητάει να ανασταλεί η εφαρμογή του νόμου NDAA (National Defense Authorization Act).
Ο νόμος, που εγκρίθηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο το περασμένο καλοκαίρι, απαγορεύει σε αμερικανικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες και προμηθευτές τους να χρησιμοποιούν εξοπλισμό της κινεζικής εταιρείας για λόγους εθνικής ασφαλείας, με την επίκληση του γεγονότος ότι η εταιρεία ανήκει στο κινεζικό δημόσιο.
Η μεγαλύτερη κατασκευάστρια τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού στον πλανήτη αντιμετωπίζει ολοένα ευρύτερες κυρώσεις.
Πλέον, και το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου προσέθεσε τη Huawei τη 16η Μαΐου σε μαύρη λίστα που απαγορεύει κάθε συναλλαγή μαζί της, κίνηση που προκάλεσε αμέσως πολλά προβλήματα στον κλάδο της τεχνολογίας σε διεθνές επίπεδο.
Η Huawei, η εφαρμογή των πιο πρόσφατων κυρώσεων σε βάρος της οποίας έχει αναβληθεί για 90 ημέρες, διαψεύδει ότι τα προϊόντα της εγείρουν κίνδυνο για την αμερικανική εθνική ασφάλεια.
Ο Σονγκ Λιουπίνγκ, επικεφαλής νομικός σύμβουλος της κινεζικής εταιρείας, τόνισε σε άρθρο του στην εφημερίδα The Wall Street Journal ότι ο νόμος που τη στοχοθετεί αποτελεί παραβίαση της ορθής νομικής διαδικασίας.
Το ρεπορτάζ επισημαίνει ότι η Huawei εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αμερικανικά ενδιάμεσα προϊόντα (ημιαγωγούς, λειτουργικά συστήματα, εφαρμογές) για την κατασκευή των τηλεφώνων της, ενώ ευελπιστούσε να διεκδικήσει τη συμμετοχή της στους διαγωνισμούς για τη δημιουργία των δικτύων τηλεματικής πέμπτης γενιάς (5G) στις ΗΠΑ πριν να μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ το 2018.