Τουλάχιστον ως το 2023 θα διαρκέσει η διευκολυντική νομισματική πολιτική, διαμορφώνοντας συνθήκες για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής Οικονομίας, προέβλεψε ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, θεωρώντας εφικτό τον στόχο για αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμό 3,5% τα επόμενα χρόνια.
Μιλώντας χθες σε διαδικτυακή συζήτηση του ΙΟΒΕ με θέμα «Χρηματοδότηση, ιδιωτικό χρέος και επανεκκίνηση της Οικονομίας» την οποία συντόνισε ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος, Ν. Βέττας, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε τη μεγάλη ευκαιρία που προσφέρει στη χώρα μας το Ταμείο Ανάκαμψης, επεσήμανε το γεγονός ότι για πρώτη φορά υπάρχει τόσο μεγάλη και έγκαιρη κινητοποίηση συνολικά στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην Οικονομία και ευχήθηκε το «εργαλείο» των 750 δισ. ευρώ του Next Generation EU να καταστεί μόνιμο «όπλο» στη «φαρέτρα» της ΕΕ για την αντιμετώπιση κρίσεων.
Επισημαίνοντας ότι η ελληνική Οικονομία είναι τραπεζοκεντρική σε ποσοστό 95% (στις 100 μονάδες χρηματοδότησης, οι 95 αντλούνται από τον τραπεζικό τομέα και οι υπόλοιπες 5 από τις κεφαλαιαγορές), ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που αποτελεί το βασικότερο εμπόδιο για τη διοχέτευση περισσότερης ρευστότητας από τις τράπεζες στην Οικονομία. Τόνισε το ζήτημα της ομαλής μετάβασης σε κανονική πληρωμή των δανείων, ύψους 20 – 25 δισ. ευρώ, που βρίσκονται σε μορατόριουμ πληρωμών και εκτίμησε ότι η πανδημική κρίση θα δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια 8 – 10 δισ. ευρώ.
Επανέλαβε ότι οι τράπεζες έχουν επιτύχει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το peak των περίπου 106 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016 στα 59 δις. ευρώ στις 30/9/2020, ωστόσο ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει υψηλός, στο 36% έναντι 2,9% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Επιπλέον, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που κινείται τώρα στο 16%, θα υποχωρήσει λόγω της εφαρμογής του λογιστικού προτύπου IFRS9 και του κόστους της υλοποίησης της στρατηγικής μείωσης των NPLs. Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε την στρεβλή διάρθρωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (που όπως είπε, είναι απαίτηση των τραπεζών έναντι του κράτους) στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών (55% τώρα και επιδεινούμενη στο μέλλον) και την αναιμική κερδοφορία των τραπεζών λόγω και του κόστους του πιστωτικού κινδύνου (190 μ.β.).
Υπό το βάρος των ανωτέρω συνθηκών, ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι συμπληρωματικά του «Ηρακλή Ι» ή «Ηρακλή ΙΙ», πρέπει να υπάρξουν και όποια άλλα πιθανά «εργαλεία», όπως η πρόταση για Asset Management Company, που έχει προτείνει η ΤτΕ. Όπως είπε, «την πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία AMC έχουν αγκαλιάσει και ο SSM και η Κομισιόν με την χθεσινή απόφασή της».
Ο διοικητής της ΤτΕ σχολίασε ότι ο νέος πτωχευτικός νόμος θα είναι ένα σημαντικό «εργαλείο» για ανακτήσεις οφειλών και αναδιαρθρώσεις (εξυγίανση) επιχειρήσεων.
Αναφερόμενος στη ροή χρηματοδότησης προς την πραγματική Οικονομία, ο διοικητής της ΤτΕ είπε ότι οι τράπεζες έχουν ενισχύσει τη ρευστότητά τους κατά περίπου 40 δισ. ευρώ, αλλά συνολικά η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα είναι μηδενική (αρνητική στα νοικοκυριά, +1,9% στις μικρές επιχειρήσεις και +9% στις μεγάλες επιχειρήσεις), καθώς οι τράπεζες τοποθετούν τη ρευστότητά τους σε ομόλογα του Δημοσίου, καταθέσεις στην ΤτΕ και για μείωση του διατραπεζικού δανεισμού τους. Οι τράπεζες, όπως είπε, επιδοτούνται για να δανειστούν - μέσω των αρνητικών επιτοκίων του ευρωσυστήματος- και αυτό το όφελος θα φανεί στα αποτελέσματά τους.
Αναφερόμενος στη μεγάλη ευκαιρία που δημιουργεί για τη χώρα η εισροή συνολικά 72 δισ. ευρώ από την ΕΕ τα επόμενα χρόνια (32 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα υπόλοιπα από τα διαρθρωτικά ταμεία), ο διοικητής της ΤτΕ είπε ότι πρέπει να καταρτιστούν σχέδια για την απορρόφηση των πόρων αυτών σε τρεις κύριους άξονες: πράσινη ανάπτυξη, ψηφιοποίηση και «τρίγωνο της γνώσης» (έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση) και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, «κυρίως τις μεγάλες, οι οποίες πρέπει να έχουν σχέδια και για τις μικρές που θα λειτουργήσουν ως προμηθευτές τους».
Το Ταμείο Ανάκαμψης, είπε ο διοικητής της ΤτΕ, είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση και ευκαιρία και είναι στο χέρι μας αν θα την εκμεταλλευτούμε για να πάμε μεσοπρόθεσμα σε ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% - 4% ή αν θα γυρίσουμε στο 0 – 1%.