Καθοριστική για το μέλλον κομβικών ευρωπαϊκών βιομηχανικών κλάδων, όπως της παραγωγής αλουμινίου και χάλυβα, είναι η πρόταση που θα παρουσιαστεί σήμερα από την Κομισιόν για τον συνοριακό φόρο άνθρακα, η οποία αποτελεί έναν από τους δεκατρείς εισηγούμενους κανονισμούς της δέσμης «Fit For 55», με στόχο τη μείωση κατά 55% των εκπομπών CO2 έως το 2030.
Γνωστός και ως Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), ο φόρος αυτός στοχεύει να επιβάλει έναν «πράσινο» δασμό στις εισαγωγές αλουμινίου, χάλυβα, τσιμέντου, λιπασμάτων και ηλεκτρικής ενέργειας, που προέρχονται από χώρες με πιο χαλαρές κλιματικές πολιτικές από την Ε.Ε.
Έτσι, τα αγαθά αυτά θα επιβαρύνονται με ένα φόρο για τις ανθρακικές εκπομπές που ενσωματώνουν, ο οποίος θα συνδέεται με την τιμή των δικαιωμάτων ρύπων στην Ευρώπη. Κάτι που σημαίνει πως ο Μηχανισμός θα πριμοδοτήσει τις εισαγωγές στην ευρωπαϊκή αγορά αγαθών με μικρό ανθρακικό αποτύπωμα.
Ο κίνδυνος κατάργησης των δωρεάν δικαιωμάτων
Με βάση, ωστόσο, τις διαρροές έως και σχετικά πρόσφατα σχετικά με τη «φόρμουλα» του Μηχανισμού, ο συνοριακός φόρος θα αποτύγχανε παταγωδώς στον δεύτερο και εξίσου σημαντικό στόχο του – δηλαδή στην αποτροπή της «διαρροής άνθρακα», και της μετεγκατάστασης ευρωπαϊκών βιομηχανιών έντασης ενέργειας εκτός Γηραιάς Ηπείρου.
Ο λόγος είναι πως όλες οι ενδείξεις συνέκλιναν στο γεγονός ότι, ήδη από την αρχική σύλληψη του Μηχανισμού το 2019, προβλεπόταν ότι παράλληλα θα καταργούνταν τα αντισταθμιστικά μέτρα που ισχύουν έως τώρα για τη «διαρροή άνθρακα». Πιο συγκεκριμένα, η αρχική πρόβλεψη ήταν ότι θα δινόταν τέλος στη χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων CO2 στους βιομηχανικούς κλάδους έντασης ενέργειας που θα καλύπτει το CBAM, και τα οποία εξασφαλίζουν εδώ και χρόνια την ανταγωνιστικότητα αυτών των βιομηχανιών εντός και εκτός Ε.Ε.
Σύμφωνα πάντως με τις τελευταίες πληροφορίες, το ενδεχόμενο αυτό απετράπη έστω και την τελευταία στιγμή, καθώς η πρόταση για το CBAM, που θα παρουσιαστεί σήμερα στο πλαίσιο του , «Fit For 55», φαίνεται πως θα προβλέπει τελικά τη συνέχιση χορήγησης δωρεάν δικαιωμάτων έως το 2025-2026.
Αυτό βέβαια μένει να επιβεβαιωθεί στα σημερινά «αποκαλυπτήρια», όπου επίσης θα διαφανεί με ποιον τρόπο σχεδιάζεται να αποσυρθεί στη συνέχεια το υφιστάμενο μέτρο αντιστάθμισης – δηλαδή αν θα υπάρξει σταδιακή μείωση των δωρεάν δικαιωμάτων, ή αν προγραμματίζεται η απότομη διακοπή τους.
Αύξηση 60% του κόστους παραγωγής αλουμινίου στην Ευρώπη
Σύμφωνα με αναλυτές, η εφαρμογή του CBAM, με την παράλληλη κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων, το μόνο που θα επιτύγχανε είναι να υπονομεύσει δραματικά την ανταγωνιστικότητα αυτών των ευρωπαϊκών κλάδων.
Με βάση μάλιστα το impact assessment της ίδιας της Ε.Ε., όπως έχει διαρρεύσει, ο φόρος δεν αναμένεται να αποτελέσει κίνητρο για τις τρίτες χώρες, ώστε να «πρασινίσουν» την παραγωγή τους στους παραπάνω κλάδους. Ως αποτέλεσμα, αντί να αποτρέψει τη «διαρροή» άνθρακα, θα την επιτάχυνε.
Η δραματική υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας θα προκαλείτο από την κατακόρυφη άνοδο του κόστους παραγωγής των ευρωπαϊκών βιομηχανικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος παραγωγής αλουμινίου θα εκτινασσόταν κατά 60%. Έτσι, τη στιγμή που σήμερα η παραγωγή 1 τόνου αλουμινίου στην Ευρώπη κοστίζει περί τα 1.500 δολάρια, με την επιβάρυνση των δικαιωμάτων ρύπων (τα οποία πλέον δεν θα χορηγούνταν δωρεάν), το ποσό αυτό θα εκτινασσόταν στα 2.400 δολάρια.
Αναποτελεσματικό μέτρο για το βιομηχανικό «πρασίνισμα» άλλων χωρών
Την ίδια στιγμή, ο Μηχανισμός δεν πρόκειται να συμπαρασύρει τα τρίτα κράτη να εφαρμόσουν πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών κατά την παραγωγή προϊόντων όπως το αλουμίνιο, τα οποία εμπορεύονται σε παγκόσμια κλίμακα. Κι αυτό γιατί, όπως είναι φυσικό, ο φόρος αφορά μόνο τις εισαγωγές στην Ευρώπη, η οποία αποτελεί ένα μικρό μερίδιο των αγορών ανά την υφήλιο όπου προορίζονται αυτά τα αγαθά, και στις οποίες δεν υπάρχουν ανάλογοι φόροι.
Έτσι, αν π.χ. μία κινεζική βιομηχανία αλουμινίου διοχετεύει στη «Γηραιά Ήπειρο» το 10% της παραγωγής της, θα επιβαρύνεται με συνοριακό φόρο άνθρακα για αυτές τις ποσότητες, ενώ για το υπόλοιπο 90% που θα πουλά στον υπόλοιπο κόσμο δεν θα υφίσταται κανένα ανάλογο κόστος.
Κατά συνέπεια, ως προς το σύνολο της παραγωγής της, η επιβάρυνση από το CBAM θα είναι μόλις 5%, έναντι 60% για τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της. Κάτι που μεταξύ άλλων σημαίνει ότι δεν έχει κίνητρο να «πρασινίσει» την παραγωγή της.
«Παράθυρο» για πλήρη αποφυγή του φόρου
Μάλιστα, με δεδομένο ότι και οι ξένες εταιρείες ηλεκτροδοτούνται από μίγματα «καυσίμων», μπορούν να αποφύγουν πλήρως τον διασυνοριακό φόρο άνθρακα. Έτσι, η βιομηχανία του προηγούμενου παραδείγματος, αν διαθέτει μία μονάδα παραγωγής αλουμινίου στην Κίνα η οποία ηλεκτροδοτείται αποκλειστικά από «πράσινο» ρεύμα (π.χ. από κάποια κοντινή υδροηλεκτρική μονάδα), μπορεί να εξάγει στην Ευρώπη ποσότητες αποκλειστικά από τη συγκεκριμένη μονάδα.
Αυτό σημαίνει πως οι εξαγωγές της στην Ευρώπη θα απαλλάσσονται εντελώς από τον φόρο άνθρακα. Την ίδια ώρα, οι εξαγωγές της στις υπόλοιπες χώρες δεν θα έχουν καμία επιβάρυνση για τις εκπομπές που «ενσωματώνουν», ακόμη κι αν προέρχονται από μονάδες που ηλεκτροδοτούνται αποκλειστικά από λιγνιτικούς σταθμούς. Επομένως, δεν θα έχει κανέναν απολύτως λόγο να αλλάξει το περιβαλλοντικό της προφίλ.
Κατάρρευση των ευρωπαϊκών εξαγωγών
Στον αντίποδα, με ενδεχόμενη κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων ρύπων, μία ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνόταν με κόστος για τις εκπομπές που «ενσωματώνει» το σύνολο της παραγωγής της, ανεξάρτητα από το για ποια αγορά αυτή προορίζεται. Επομένως, σε οποιαδήποτε άλλη αγορά πλην της ευρωπαϊκής (π.χ. Αφρική), θα ήταν εκ των προτέρων αδύνατον να ανταγωνισθεί έναν παραγωγό που δεν προέρχεται από την Ε.Ε. και συνεπώς δεν επιβαρύνεται για τις εκπομπές ρύπων του.
Πρακτικά, μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε στην κατάρρευση των ευρωπαϊκών εξαγωγών και σε περισσότερα «λουκέτα» σε τομείς όπως η παραγωγή αλουμινίου. Μάλιστα, η απόσυρση της Ευρώπης από τομείς όπως το αλουμίνιο θα είχε αρνητική συνέπεια και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με δεδομένο ότι οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες αλουμινίου είναι ήδη οι πιο «πράσινες» παγκοσμίως.
Πιο «πράσινο» το ευρωπαϊκό αλουμίνιο
Είναι ενδεικτικό ότι 1 τόνος αλουμινίου παράγεται στη «Γηραιά Ήπειρο» με την εκπομπή περίπου 6,7 τόνων CO2, τη στιγμή που ο παγκόσμιος μέσος όρος κινείται στους 13 τόνους διοξειδίου του άνθρακα, ανά τόνο μετάλλου. Ακόμη χειρότερα, η παραγωγή στην Κίνα (που προελαύνει τις τελευταίες 10ετίες) επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 18 τόνους CO2 ανά τόνο αλουμινίου, με δεδομένο ότι το 88% των αναγκών σε ρεύμα των βιομηχανιών της χώρας καλύπτεται από λιγνιτικούς σταθμούς.
Σύμφωνα μάλιστα με αναλυτές, μπορεί η μείωση κατά 13% του ευρωπαϊκού μεριδίου στην παγκόσμια παραγωγή αλουμινίου κατά την περίοδο 2000-2020 να μείωσε τις ευρωπαϊκές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ωστόσο αύξησε το ανθρακικό αποτύπωμα της παγκόσμιας παραγωγής του μετάλλου, καθώς οι ποσότητες που «χάθηκαν» από την Ευρώπη αναπληρώθηκαν από την παραγωγή άλλων χωρών (κυρίως την Κίνα), με μεγαλύτερο ανθρακικό αποτύπωμα.
Αντίθετα, αν η ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου είχε διατηρήσει το ποσοστό της στη συνολική παραγωγή, τότε σε παγκόσμια κλίμακα θα αποτρεπόταν η έκλυση 106 εκατ. τόνων CO2 ετησίως. Επομένως, η ενίσχυση των εξαγωγών αλουμινίου από τη «Γηραιά Ήπειρο» θα οδηγούσε εμμέσως στο «πρασίνισμα» του συνόλου της παραγωγής ανά την υφήλιο.