Στην τελική ευθεία μπαίνει η επιλογή του νέου ιδιοκτήτη του 100% της ΔΕΠΑ Υποδομών, έπειτα από την υποβολή χθες των δεσμευτικών προσφορών στον διαγωνισμό που «τρέχει» του ΤΑΙΠΕΔ και στην οποία έδωσαν το «παρών» η ιταλική Italgas και η EPH από την Τσεχία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ανθρώπων της αγοράς, εντός του φθινοπώρου αναμένεται να ανακηρυχθεί ο προτιμητέος επενδυτής, ώστε να αμέσως μετά να ολοκληρωθεί η συναλλαγή.
Όπως ανέφερε το ΤΑΙΠΕΔ στην ανακοίνωση του για τις δεσμευτικές προσφορές, αναμένεται να ξεκινήσει άμεσα η διαδικασία αξιολόγησής τους, ώστε να διαπιστωθεί η πλήρωση των προβλεπόμενων κριτηρίων. Στη συνέχεια, θα αποσφραγιστούν οι οικονομικές προσφορές, σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΙΠΕΔ. Αν ακολουθηθεί η διαδικασία που έχει τηρηθεί σε όλες τις αποκρατικοποιήσεις, μετά το Ταμείο θα ζητήσει βελτιωμένες προσφορές από τους δύο «μνηστήρες», το τίμημα των οποίων θα κρίνει τον νέο μέτοχο της εταιρείας.
Υπενθυμίζεται ότι στο χαρτοφυλάκιο της ΔΕΠΑ Υποδομών περιλαμβάνεται το 100% της ΕΔΑ Αττικής, το 100% της ΔΕΔΑ, καθώς και το 51% της ΕΔΑ ΘΕΣΣ. Το υπόλοιπο 49% της Εταιρείας Διαχείρισης των δικτύων διανομής Θεσσαλονίκης – Θεσσαλίας θα εξαγοραστεί από τη ΔΕΠΑ Υποδομών μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία του ΤΑΙΠΕΔ με τη σημερινή κάτοχο του μειοψηφικού μεριδίου, ιταλική Eni Gas e Luce. Έτσι, ο προτιμητέος επενδυτής θα είναι ο μοναδικός μέτοχος στις τρεις παραπάνω εταιρείες, οι οποίες λειτουργούν ήδη ή πρόκειται να αναπτύξουν δίκτυα διανομής φυσικού αερίου σε 10 Περιφέρειες στην ελληνική επικράτεια.
Το στοίχημα αύξησης της διείσδυσης του αερίου
Οι ίδιοι κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν πως το προφίλ των δύο διεκδικητών δημιουργεί εύλογη αισιοδοξία για το «κλείσιμο» της ιδιωτικοποίησης με ένα αρκετά υψηλό τίμημα. Εξίσου σημαντικό, όπως συμπληρώνουν, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για δύο από τους σημαντικότερους διαχειριστές δικτύων φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Επομένως, μπορούν να εισφέρουν στη ΔΕΠΑ Υποδομών τόσο κεφάλαια όσο και τεχνογνωσία.
Τα δύο αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να δώσουν περαιτέρω ώθηση στις τρεις εταιρείες διανομής που ανήκουν στη ΔΕΠΑ Υποδομών, και να συμβάλουν στο να αντιμετωπίσουν τη διπλή πρόκληση που έχουν μπροστά τους – δηλαδή τόσο την ενίσχυση της διείσδυσης του φυσικού αερίου στην ελληνική επικράτεια, όσο και το «πρασίνισμα» των υποδομών τους.
Όσον αφορά τις απαιτούμενες επενδύσεις για την ενίσχυση της διείσδυσης του καυσίμου, αναμφισβήτητα χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί το αναπτυξιακό πλάνο της ΔΕΔΑ (Δημόσιας Επιχείρησης Δικτύων Διανομής Αερίου), για τη γεωγραφική επέκταση των δικτύων διανομής. Το πρόγραμμα ανάπτυξης της ΔΕΔΑ προβλέπει επενδύσεις ύψους 300 εκατ. ευρώ έως το 2025, και 500 εκατ. ευρώ έως το 2036, ώστε το φυσικό αέριο να «φτάσει» σε επτά Περιφέρειες, δίνοντας πρόσβαση στο καύσιμο στο 35% περίπου του ελληνικού πληθυσμού.
Μάλιστα, για την «άφιξη» του καυσίμου σε ορισμένες από αυτές τις περιοχές, όπως για παράδειγμα στη Δυτική Ελλάδα, η εταιρεία σχεδιάζει να αξιοποιήσει πρωτοπόρες τεχνολογίες, επιστρατεύοντας «εικονικούς» αγωγούς LNG, δηλαδή τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου με βυτία για τον ανεφοδιασμό των τοπικών δικτύων διανομής. Σε τέτοιες εφαρμογές, όπως και στην τροφοδοσία με συμπιεσμένο φυσικό αέριο όπου έως τώρα μόνο η ΕΔΑ ΘΕΣΣ έχει εμπειρία, η τεχνογνωσία του νέου επενδυτή αναμένεται να αποτελέσει «σύμμαχο».
Το «πρασίνισμα» των δικτύων
Την ίδια στιγμή, και οι τρεις εταιρείες διανομής πρέπει να καταστρώσουν τα αναπτυξιακά τους σχέδια για την «επόμενη ημέρα» των δικτύων αερίου, ώστε να συμβάλλουν άμεσα στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου του τελικού μίγματος. Κάτι που θα επιτευχθεί με τη σταδιακή αντικατάσταση του ορυκτού καυσίμου από ανανεώσιμα αέρια (βιομεθάνιο, «πράσινο» υδρογόνο και συνθετικό μεθάνιο), τα οποία έχουν μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα.
Μάλιστα, η συμβατότητα των υποδομών με την έγχυση ανανεώσιμων αερίων αποτελεί προϋπόθεση ώστε οι υποδομές φυσικού αερίου να μπορούν να λάβουν ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μετά το 2023. Παράλληλα, για την έγχυση τέτοιων νέων «πράσινων» καυσίμων, θα χρειαστεί και η ψηφιοποίηση των δικτύων, ώστε να γίνουν «έξυπνα».
Την ίδια στιγμή, πέρα από τη μείωση του αποτυπώματος των ίδιων των δικτύων διανομής, τα ανανεώσιμα αέρια εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν έναν από τους βασικούς τρόπους «αποθήκευσης» της περίσσειας ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και η οποία δεν καταναλώνεται άμεσα. Επομένως, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά δίκτυα διανομής αερίου, τα asset της ΔΕΠΑ Υποδομών προορίζονται να αποτελέσουν σημαντικό πυλώνα στην πορεία προς το 2050 και την πλήρη απανθρακοποίηση του ενεργειακού μίγματος.
Τεχνογνωσία και επενδυτικά κεφάλαια
Η Italgas «τρέχει» ένα ανάλογο πρόγραμμα άνω των 3 δισ. ευρώ για την ψηφιοποίηση των δικτύων διανομής της Ιταλίας, και προσαρμογής τους στα ανανεώσιμα αέρια, με την εταιρεία να διαχειρίζεται στη γειτονική χώρα 70.000 χιλιόμετρα δικτύων. Το μερίδιο αγοράς της είναι 34%, αποτελώντας τον τρίτο μεγαλύτερο διαχειριστή δικτύων στην Ευρώπη και εξυπηρετώντας περισσότερους από 1.800 δήμους.
Μερίδιο 98% έχει η EPH στη Σλοβακία, κατέχοντας και λειτουργώντας μέσω της θυγατρικής της SPP – distribúcia ένα δίκτυο 33.000 χιλιομέτρων αγωγών διανομής αερίου, ενώ στην ίδια χώρα διαχειρίζεται και σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου. Από το 2022, προγραμματίζει να ξεκινήσει τη δοκιμαστική πρόσμιξη 20% υδρογόνου στο δίκτυο μεταφοράς, με το οποίο θα μειώσει κατά 7% το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της υποδομής.
Με κύκλο εργασιών 8,5 δισ. ευρώ το 2020, ο Όμιλος της EPH δραστηριοποιείται στη λειτουργία ενεργειακών υποδομών και εμπορία ενεργειακών προϊόντων στην Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Εκτείνεται στο πλήρες φάσμα του κλάδου που κυμαίνεται από υψηλής αποδοτικότητας συνδυασμένη παραγωγή, παραγωγή ενέργειας και θερμότητας, μεταφορά φυσικού αερίου, αποθήκευση φυσικού αερίου, καθώς και διανομή και προμήθεια φυσικού αερίου, θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας.