Με ένα ακόμη «βέλος» στη φαρέτρα τους για να στοχεύσουν στη δραστική εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια με την επίτευξη μονοψήφιου δείκτη NPE/NPL το 2022, να συμβάλλουν με νέες χρηματοδοτήσεις στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης με την αξιοποίηση των πόρων του RRF, αλλά και να προσελκύσουν επενδυτές στις ίδιες και στην ελληνική οικονομία, βρίσκονται οι τράπεζες μετά τη ρύθμιση του ζητήματος του αναβαλλόμενου φόρου.
Το ζήτημα της ενεργοποίησης του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) που ήταν φλέγον για τις επόμενες χρήσεις των τραπεζών, και κυρίως για το 2021 και 2022 οπότε αυτές πρέπει να οδηγηθούν σε μονοψήφιο δείκτη NPE/NPL που θα συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά επίπεδα, διευθετήθηκε με την προχθεσινή ψήφιση τροπολογίας προσθήκης στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών για τον Οργανισμό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ολοκληρώθηκε, έτσι, και με τη βούλα του νόμου, η διαπραγμάτευση που είχε γίνει τον Ιούλιο με τις ευρωπαϊκές αρχές από τον πρώην Υφυπουργό Οικονομικών, αρμόδιο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, Γιώργο Ζαββό και είχε λάβει τη θετική γνωμοδότηση της ΕΚΤ.
Στην 11η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας που δημοσιεύθηκε προχθές, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί «καλωσορίζουν την υιοθέτηση της αναγκαίας δευτερογενούς νομοθεσίας που διασφαλίζει την πλήρη λειτουργικότητα του πλαισίου του Ιουλίου 2021 για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, δίνοντας την ευχέρεια χρήσης τους σε περίπτωση ζημιών των τραπεζών, καθώς και (καλωσορίζουν) τη σχετική τροποποίηση, σύντομα, της πρωτογενούς νομοθεσίας προκειμένου να διευκολυνθούν περαιτέρω οι τιτλοποιήσεις και πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Υπενθυμίζεται ότι με τη διαπραγμάτευση που είχε προηγηθεί, τροποποιήθηκε το άρθρο 27 του νόμου 4172/2013 και δόθηκε στις ελληνικές τράπεζες η δυνατότητα να μετακυλύουν τυχόν μη συμψηφισθέντα ποσά χρεωστικής διαφοράς, λόγω μη επάρκειας φορολογικών κερδών σε μία χρήση, σε επόμενο φορολογικό έτος στο οποίο θα υπάρχει επάρκεια φορολογικών κερδών. Η μεταφορά αυτή θα μπορεί να γίνεται σε οποιαδήποτε φορολογική χρήση εντός της αντίστοιχης 20ετούς περιόδου απόσβεσης που προβλέπουν οι διατάξεις για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων των τραπεζών.
Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες μπορούν να προχωρήσουν στην εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, χωρίς να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο απομείωσης των εποπτικών τους κεφαλαίων και της καταγραφής ζημιών, η οποία θα οδηγούσε σε ενεργοποίηση των διατάξεων του αναβαλλόμενου φόρου και αναγκαστική είσοδο του Δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο.
Η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο θα έχει αναδρομική εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2021 για χρεωστικές διαφορές που έχουν προκύψει από 1/1/2016, λόγω πιστωτικού κινδύνου από α) διαγραφή ή συμφωνία ρύθμισης χρεών ή β) από τη μεταβίβαση δανείων, δηλαδή την πώληση ή τιτλοποίησή τους, ή τη μεταβίβασή τους σε χρηματοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα ή σε άλλη εταιρεία ή νομική οντότητα, εφόσον τη διαχείρισή τους πραγματοποιεί πιστωτικό ίδρυμα κατά τις διατάξεις του ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α 107) ή Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις.
Ώθηση από την αύξηση του ΑΕΠ
Η άρση του βραχνά του αναβαλλόμενου φόρου αυξάνει την επενδυσιμότητα των ελληνικών τραπεζών και συνδυαστικά με την άνοδο του ΑΕΠ ενισχύει τις θετικές προοπτικές για το τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία.
Μέσα στο τελευταίο εξάμηνο, η ενδυνάμωση των τραπεζών – με κομβικό σημείο την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς – και η θεαματική βελτίωση του ΑΕΠ, έχουν φέρει στην ελληνική οικονομία επενδύσεις 12 δισ. ευρώ!
Μετά το +16,2% για το ΑΕΠ β' τριμήνου, η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι επιστρέφει ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 σε επίπεδα β' τριμήνου 2019 (ΑΕΠ 46 δισ. ευρώ), ανακάμπτοντας ταχύτερα του αναμενόμενου από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης και φτάνοντας σε προ Covid-19 επίπεδα πολύ πιο γρήγορα από τα μέσα του 2022.
Χθες, σε παρουσίαση της Τρ. Πειραιώς, ο Επικεφαλής Οικονομολόγος της Τράπεζας, Ηλίας Λεκκός, εκτίμησε ότι το ΑΕΠ του γ΄ τριμήνου θα κινηθεί στο 10% - 11% και για το σύνολο του έτους στο 8,2%, ακόμη και στο 10%. Ο ίδιος εκτίμησε ότι για τα επόμενα έτη, μέχρι το 2027, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 3,5% - 4%.