Οι τιμές του πετρελαίου έχουν «χτυπήσει κόκκινο» και σε συνδυασμό με τις τιμές – ρεκόρ του φυσικού αερίου και του άνθρακα απειλούν να «τινάξουν στον αέρα» την οικονομική ανάκαμψη. Την Τρίτη το βράδυ το Brent διαπραγματευόταν κοντά τα 82 δολάρια και, λίγες ώρες νωρίτερα, το αμερικανικό αργό είχε προσεγγίσει υψηλό επταετίας.
Η Morgan Stanley υπολογίζει ότι τα 80 δολάρια το βαρέλι για το Brent αποτελούν το όριο πάνω από το οποίο η ζήτηση πετρελαίου αρχίζει να καταστρέφεται, ωστόσο, παρά τα ηχηρά μηνύματα που στέλνουν οι τιμές, οι προμηθευτές δείχνουν απρόθυμοι να προσθέσουν περισσότερο πετρέλαιο στην αγορά καθώς ανακάμπτει η παγκόσμια ζήτηση από την πανδημία του COVID-19. Τόσο από την πλευρά των ΗΠΑ όσο και από την πλευρά του ΟΠΕΚ+ υιοθετείται μια συντηρητική πολιτική, η οποία δεν προδιαγράφει κάποιο αντιστάθμισμα στο ράλι του πετρελαίου το οποίο δεν αποκλείεται να χτυπήσει και τα 100 δολάρια μέσα στο επόμενο διάστημα.
Ο ΟΠΕΚ+ στην τελευταία συνεδρίασή του αποφάσισε να διατηρήσει την πολιτική του να προσθέσει σταδιακά 400.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα στην αγορά, μια στρατηγική η οποία μαρτυρά ότι το καρτέλ δεν έχει πεισθεί ότι η ανάκαμψη της ζήτησης θα εξακολουθεί να συντελείται με σταθερά γοργούς ρυθμούς. Αυτό δεν είναι παράλογο αν συνυπολογιστούν και άλλοι παράγοντες όπως είναι η βραδεία ανάκαμψη των αεροπορικών μεταφορών, ο φόβος για αναζωπύρωση των κρουσμάτων της COVID-19 και η παραδοσιακά πιο υποτονική ζήτηση καυσίμων κατά το πρώτο τρίμηνο κάθε νέου έτους. Σύμφωνα με διεθνείς πηγές, ο οργανισμός θεωρεί ότι με τη μηνιαία αύξηση των 400.000 βαρελιών θα μπορεί με τρόπο συνετό να ελέγξει την αγορά και να επέλθει μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Τα σήματα που στέλνει η αγορά είναι ισχυρά αλλά ανάμεικτα και έχουν προκαλέσει σύγχυση, επομένως μια ρηξικέλευθη λύση μπορεί να άνοιγε την όρεξη στις ΗΠΑ για αύξηση της παραγωγής από σχιστόλιθο και κατ’ επέκταση θα ανάγκαζε τα μέλη του ΟΠΕΚ να αναδιπλωθούν και πάλι σε πιο συντηρητικά σχήματα. Αυτό θα ήταν περιττός κόπος, όμως δεν αποτελεί το μόνο αντικίνητρο για αύξηση της παραγωγής. Σε αρκετά πετρελαιοπαραγωγά κράτη, όπως είναι η Σαουδική Αραβία, αρέσουν οι υψηλότερες τιμές πετρελαίου καθώς δικαιώνουν τη στρατηγική περικοπών των τελευταίων μηνών.
Οι Αμερικανοί παραγωγοί από την άλλη, εξακολουθούν να φοβούνται τις κινήσεις του ΟΠΕΚ ενώ ακόμη είναι νωπές οι μνήμες από τον περυσινό πόλεμο τιμών που προκάλεσε κλυδωνισμούς στο αμερικανικό upstream. Στις ΗΠΑ, οι παραγωγοί φοβούνται ότι εάν αρχίσουν να αναπτύσσουν περισσότερες εξέδρες, η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και άλλοι παραγωγοί του ΟΠΕΚ+ διαθέτουν αρκετή εφεδρική ποσότητα για να τους πολεμήσουν. Επομένως, οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής πετρελαίου τηρούν στάση αναμονής έως ότου ο ΟΠΕΚ+ να αποκαταστήσει πλήρως την παραγωγή.
Όμως η πορεία των τιμών δεν θα κριθεί μόνο από κάποιες περιστασιακές προσεγγίσεις του ΟΠΕΚ ή των ΗΠΑ. Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου βρίσκεται σε φάση ευθυγράμμισης με τις πολιτικές που επιβάλλουν στροφή στα καθαρά καύσιμα και μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Οι επιχειρήσεις του κλάδου πρέπει να ικανοποιήσουν stakeholders οι οποίοι δεν επιδοκιμάζουν τις νέες επενδύσεις στα «βρώμικα» ορυκτά και μία νέα σύνθεση μετόχων οι οποίοι, προτιμούν, αντί για νέες επενδύσεις, να λαμβάνουν μερίσματα.
Ο Adam Legge, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου της Αλμπέρτα, εκτίμησε ότι φέτος το χειμώνα, το πετρέλαιο θα μπορούσε να σπάσει το ψυχολογικό όριο των 100 δολαρίων το βαρέλι. Και παρά το γεγονός ότι η βιομηχανία αγαπά τις υψηλές τιμές καθώς τότε είναι που «σηκώνει μανίκια» και προχωρά σε νέες επενδύσεις, όπως εκτιμά, οι εταιρείες είναι πιθανότερο αυτή τη φορά να χρησιμοποιήσουν τις επιπλέον ταμειακές ροές για να εξοφλήσουν χρέη ή να επενδύσουν σε τεχνολογία μείωσης των εκπομπών.