Οι υψηλότερες τιμές των καυσίμων επιβαρύνουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων καθώς το κόστος παραγωγής και μεταφοράς συνεχίζει να αυξάνεται πλήττοντας τους καταναλωτές την ώρα που πασχίζουν να ανακάμψουν από την πανδημία.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ, στις αρχές του φετινού φθινοπώρου, οι τιμές των τροφίμων σημείωσαν αύξηση σχεδόν κατά 33% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι καταναλωτές παγκοσμίως, βρίσκονται αντιμέτωποι με τιμές οι οποίες αυξάνονται ταχύτερα από το εισόδημά τους με αποτέλεσμα να μην πρέπει απλώς να πληρώσουν περισσότερα χρήματα σε σχέση με πριν αλλά να αντλήσουν αυτά τα χρήματα και από ένα «ψαλιδισμένο» εισόδημα.
Ο Αλιστερ Σμιθ, λέκτορας Παγκόσμιας Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Γουόρικ της Βρετανίας, σε δημοσίευσή του στο “The Conversation”, αναλύει ότι με βάση τις πραγματικές τιμές, σήμερα είναι πιο δύσκολο να αγοράσει κανείς τρόφιμα στη διεθνή αγορά από ό,τι σχεδόν κάθε άλλη χρονιά από το 1961, όταν ο ΟΗΕ ξεκίνησε να τηρεί αρχεία. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό αποτελούν οι χρονιές 1974 και 1975, δηλαδή τα χρόνια μετά από την πετρελαϊκή κρίση του 1973 όπου καταγράφηκε σημαντική αύξηση του πληθωρισμού σε πολλούς τομείς της οικονομίας συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής και της διανομής τροφίμων.
Ντόμινο για την οικονομία οι υψηλές τιμές καυσίμων
O Δείκτης Τιμών Τροφίμων (Food Price Index) του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) έχει «σκαρφαλώσει» σε υψηλό δεκαετίας καθώς ο κλάδος των τροφίμων πλήττεται από στενή προσφορά, αυξημένα έξοδα μεταφοράς και έλλειψη εργαζομένων. Ο δείκτης του κόστους τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών αυξήθηκε κατά 1,2% τον περασμένο μήνα, τα α δημητριακά αυξήθηκαν κατά 2%, τα φυτικά έλαια σημείωσαν άνοδο 1,7% ενώ αυξήσεις έχουν καταγραφεί και στα γαλακτοκομικά και τη ζάχαρη.
Οι αυξανόμενοι λογαριασμοί ενέργειας κλιμακώνουν το κόστος παραγωγής λιπασμάτων και μεταφοράς αγαθών σε όλο τον κόσμο οδηγώντας σε εξελίξεις που θυμίζουν εκείνες που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των επισιτιστικών κρίσεων του 2008 και του 2011.
Όμως, η αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων δεν είναι το μόνο ζήτημα για το οποίο πρέπει να ανησυχούμε όταν καταμετρούμε τις αρνητικές επιπτώσεις των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Οποιοσδήποτε κλάδος βασίζεται στο πετρέλαιο για καύσιμα, λιπάσματα, πετροχημικά ή άλλα συναφή προϊόντα προϊόντων θα υποστεί πίεση τους επόμενους μήνες. Ο Tom Kloza, αναλυτής της IHSMarkit εκτιμά ότι «κάθε γωνιά της οικονομίας» θα μπορούσε να επηρεαστεί ενώ εστίασε στο κόστος των μεταφορών. Ομοίως, η Kavita Chacko, οικονομολόγος στην CARE Ratings εξηγεί ότι «οι υψηλές τιμές των καυσίμων ασκούν πίεση στα συνολικά επίπεδα τιμών και ενέχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάκαμψη της οικονομίας γενικότερα. Επιπλέον, «η αύξηση του κόστους μεταφοράς έχει αυξήσει το κόστος σε όλους τους τομείς και θα μπορούσε να μειώσει τις καταναλωτικές δαπάνες», σημειώνει.
Παράγοντες της διεθνούς αγοράς κάνουν λόγο για μία κατάσταση την οποία κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει και η οποία γίνεται όλο και πιο ανησυχητική. «Πρόκειται για έναν συνδυασμό παραγόντων που έχουν αρχίσει να καταντούν πολύ ανησυχητικοί. Δεν είναι μόνο οι αριθμοί που αφορούν στις τιμές των τροφίμων αλλά όλα μαζί», είχε δηλώσει πρόσφατα στο Bloomberg ο Abdolreza Abbassian, ανώτερος οικονομολόγος στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ.
Το πιο σκληρό πλήγμα θα το υποστούν, για άλλη μια φορά, όσοι ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες δοκιμάζονται ακόμη πιο σκληρά από την COVID-19 λόγω της άνισης κατανομής των εμβολίων και των περιορισμών κατά της εξάπλωσης των κρουσμάτων. Στις χώρες αυτές ήδη οι κυβερνήσεις εξετάζουν οικονομικά κίνητρα προς τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες προκειμένου να αντισταθμίσουν το υψηλό κόστος ττων τροφίμων. Άλλες πάλι, εισάγουν νέα πρότυπα εμπορίας και παραγωγής. Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενθάρρυνε τη δημιουργία ενός δικτύου καταστημάτων τα οποία διαχειρίζεται ένας αγροτικός συνεταιρισμός σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τις τιμές των τροφίμων υπό έλεγχο καθώς ο πληθωρισμός απειλεί τη δημοτικότητά του ενόψει των εκλογών που έχουν προγραμματιστεί για το 2023.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Η αύξηση των τιμών και η εκτίναξη στο κόστος της ενέργειας έχει συμπαρασύρει την τιμή των αγαθών πρώτης ανάγκης. Τον Οκτώβριο, η τιμή ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά, εκτινάχθηκε στα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα, καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 50% συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο ενώ οι ανατιμήσεις στο φυσικό αέριο τείνουν να να προσεγγίσουν το 200% επηρεάζοντας παραγωγή, μεταφορές και κατ’ επέκταση την τιμή των προϊόντων στο ράφι.
Στα σούπερ μάρκετ και στα κρεοπωλεία το πρώτη κύμα των ανατιμήσεων έχει ήδη γίνει αισθητό με το καλάθι της νοικοκυράς αναμένεται ότι θα γίνει ακόμη πιο ακριβό. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, το 42,22% των επιχειρήσεων έχει προαναγγείλει αυξήσεις στα προϊόντα έως 15%, το 18,52% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι αυξήσεις θα φτάσουν έως το 30%, ενώ το 14,08% των επιχειρήσεων προετοιμάζεται για αυξήσεις που είναι μεγαλύτερες ακόμη και του 50%.
Ενδεικτικό είναι ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί στη ζάχαρη κατά 5%, στο αρνί και το κατσίκι κατά 6,2% και στο κοτόπουλο κατά 6 – 8%.
Βέβαια, το κόστος των καυσίμων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο μοναδικός καταλύτης για την αύξηση των τιμών των τροφίμων, καθώς οι σοδειές επηρεάζονται από τον καιρό (ο οποίος ήταν δραματικά ψυχρός το χειμώνα του 2020 και εξαιρετικά ζεστός το καλοκαίρι του 2021), τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας, την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης και τις διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού.